-
1 πλαγκτοσυνη
(ῠ) ἥ бродячая жизнь, скитания Hom.
См. также в других словарях:
πλαγκτοσύνη — roaming fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγκτοσύνη — ἡ, ΜΑ [πλαγκτός] (ποιητ. τ.) η περιπλάνηση … Dictionary of Greek
πλαγκτοσύνην — πλαγκτοσύνη roaming fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγκτοσύνης — πλαγκτοσύνη roaming fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)