Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πλαγκτοσύνη

См. также в других словарях:

  • πλαγκτοσύνη — roaming fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγκτοσύνη — ἡ, ΜΑ [πλαγκτός] (ποιητ. τ.) η περιπλάνηση …   Dictionary of Greek

  • πλαγκτοσύνην — πλαγκτοσύνη roaming fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγκτοσύνης — πλαγκτοσύνη roaming fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»