-
1 πλέγνυμι
См. также в других словарях:
περιπλέγνυμαι — Μ (δ.τ.) περιπλέκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλέγνυμι «πλέκω»] … Dictionary of Greek
1 πλέγνυμι
περιπλέγνυμαι — Μ (δ.τ.) περιπλέκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλέγνυμι «πλέκω»] … Dictionary of Greek