-
1 πλέγμα
πλέγμα, τό, das Geflochtene, Flechtwerk, Korb, Netz, Haarflechte; Eur. Ion 1393; τοῦ κύρτου, Plat. Tim. 79 d, u. öfter; Xen. Cyr. 1, 6, 28 u. Folgde; auch πλέγμα γυίων, Umarmung, vgl. Jac. A. P. p. 590.
-
2 πλέγμα
πλέγμα, τό, das Geflochtene, Flechtwerk, Korb, Netz, Haarflechte; πλέγμα γυίων, Umarmung -
3 παρά-πλεγμα
παρά-πλεγμα, τό, das Darangeflochtene, Hesych. v. ϑέρηγνον.
-
4 σύμ-πλεγμα
σύμ-πλεγμα, τό, das Zusammengeflochtene, eine Gruppe, bes. von Ringern, die sich gegenseitig mit den Armen umschlungen halten, Plin. H. N. 36, 4.
-
5 διά-πλεγμα
διά-πλεγμα, τό, das Durcheinandergeflochtene, Eust.
-
6 ἔμ-πλεγμα
-
7 πλεγμάτἶον
πλεγμάτἶον, τό, dim. von πλέγμα, Arist. part. anim. 4, 9.
-
8 συν-υφαίνω
συν-υφαίνω, zusammenweben, verweben, übertr., zu Stande bringen, bes. listig anstiften; συνυφανϑῆναι, Her. 5, 105; ἐξ ὧν τὸν ὑπόλοιπον λόγον δεῖ ξυνυφανϑῆναι, Plat. Tim. 69 a, vgl. Polit. 305 e; auch med., πλέγμα ἐξ ἀέρος καὶ πυρὸς ξυνυφηνάμενος, Tim. 78 b; dicht zusammenbringen, ἀλλήλοις συνυφασμένοι νήχονται, Ael. H. A. 15, 3, u. öfter; Luc. hist. conscr. 48.
-
9 σκιφίνιος
-
10 φορυτός
φορυτός, ὁ, ein Gemisch von allerlei werthlosen Dingen, Kehricht, Auswurf, vgl. B. A. 71; übh. was der Wind fortführt, Spreu, Reisig u. vgl.; ἐσωζόμην παρὰ τὴν ἔπαλξιν ἐν φορυτῷ κατακείμενος Ar. Ach. 72, wo es der Schol. φρύγανα, ἄχυρα καὶ ἀπὸ γῆς ἀειρόμενος ὑπὸ ἀνέμου χόρτος erkl.; man packte irdenes Geschirr darin ein, Ach. 891, wo der Schol. aber neben δέσμη χόρτου συρφετώδους, φρυγανώδης ἀκαϑαρσία auch erkl. ψιαϑῶδες πλέγμα, ἐν ᾡ τοὺς στάχυας ἐμβάλλουσιν; – βρωμάτων φορυτός, ein Gemengsel von Speisen, eine Menge von allerlei Speisen durch einander, Alciphr. 3, 7.
-
11 μόροττον
μόροττον, τό, nach Hesych. πλέγμα ἐκ φλοιοῦ, im Dienste der Ceres gebraucht.
-
12 κανισκ-ώδης
κανισκ-ώδης, ες, korbartig, πλέγμα Schol. Ar. Vesp. 672.
-
13 κοφιν-ώδης
κοφιν-ώδης, ες, korbartig; πλέγμα, Schol. Ar. Ach. 332.
-
14 κημός
κημός, ὁ (ΧΑΩ), ein Maulkorb, der dem Pferde angelegt wird, wenn es am Zügel geführt wird, damit es nicht beißen kann, Xen. de re equ. 5, 3 (s. κημόω); φιλοῤῥώϑων Philodem. 27 (VI, 246); ἱππαστήρ Antp. Sid. 87 (VII, 424); στόματος Aesch. fr. 108; auch bei Menschen, Ath. XII, 548 c, wo der Knetende beim Bereiten des Teiges einen solchen hat, ein Tuch, λινοῠν περάβλημα Eust. 1960, 4. – Ein geflochtenes Körbchen, nach Hesych. der Deckel der Urne, in welche die Stimmsteinchen geworfen wurden; Schol. Ar. Equ. 1147 u. B. A. 275; nach Phot. aber πλέγμα κωνοειδές, δι' οὗ καϑιᾶσιν οἱ δικασταὶ τὴν ψῆφον εἰς τὸν κάδον; Ar. Vesp. 754. – Nach Hesych. auch eine Art Fischerreuse, ἐν ᾡ λαμβάνουσι τὰς πορφύρας, aus Soph. frg. 438. – Nach Hesych. ein Frauenschmuck. – Andere Bedeutungen s. noch Phot. lex.
-
15 μετ-ωπίδιος
μετ-ωπίδιος, = μετωπιαῖος; ἱδρώς, Hipp.; πλέγμα, Philp. 62 (IX, 543).
-
16 δικτυο-ειδής
δικτυο-ειδής, ές, netzartig; πλέγμα Galen.
-
17 ἠθμ-ώδης
ἠθμ-ώδης, ες, = ἠϑμοειδής, πλέγμα, Schol. Ar. Vesp. 99.
-
18 διάπλεγμα
διά-πλεγμα, τό, das Durcheinandergeflochtene -
19 ἔμπλεγμα
ἔμ-πλεγμα, τό, Verflechtung -
20 μόροττον
μόροττον, τό, πλέγμα ἐκ φλοιοῦ, im Dienste der Ceres gebraucht
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλέγμα — anything twined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να … Dictionary of Greek
πλέγμα — το, ατος 1. κάτι που είναι πλεγμένο, δίχτυ. 2. μτφ., οργάνωση, σύνθεση: Πολύμορφο διοικητικό πλέγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλέγμα, κρυσταλλικό — Στην κρυσταλλογραφία με τον όρο αυτό δηλώνεται ένα σύνολο υλικών σημείων κανονικά διατεταγμένων μέσα στο χώρο. Από τέτοια υλικά σημεία, που μπορεί να είναι μόρια, άτομα ή ιόντα, διατεταγμένα κατά κανονικά διαστήματα, θεωρείται ότι αποτελείται η… … Dictionary of Greek
αιδοιικό πλέγμα — Η συνέχεια του ιερού πλέγματος προς τα κάτω. Σχηματίζεται από τους πρόσθιους κλάδους του 4ου και κατά ένα μέρος του 3ου ιερού νεύρου και τους αναστομωτικούς κλάδους του 2ου ιερού νεύρου. Αναστομώνεται με το κοκκυγικό και το υπογάστριο φυσικό… … Dictionary of Greek
ηλιακό πλέγμα — (Ιατρ.). Μεγάλο δίκτυο νεύρων που βρίσκονται πίσω από το στομάχι … Dictionary of Greek
πλέγμ' — πλέγμα , πλέγμα anything twined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεγμάτων — πλέγμα anything twined neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέγμασι — πλέγμα anything twined neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέγμασιν — πλέγμα anything twined neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέγματα — πλέγμα anything twined neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)