-
1 πιτυλεύω
-
2 πιτυλεύω
-
3 πιτυλίζω
См. также в других словарях:
πιτυλεύω — Α [πίτυλος] 1. (στην κωπηλασία) κουνώ γρήγορα τα χέρια μου 2. (κατ επέκτ.) κωπηλατώ και, γενικά, εκτελώ κάτι με ταχύτητα 3. πιτυλίζω* … Dictionary of Greek
πιτύλευσον — πιτυλεύω ply the sweeping oar aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυλεύσας — πιτυλεύσᾱς , πιτυλεύω ply the sweeping oar aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)