Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πιτυλεύω

См. также в других словарях:

  • πιτυλεύω — Α [πίτυλος] 1. (στην κωπηλασία) κουνώ γρήγορα τα χέρια μου 2. (κατ επέκτ.) κωπηλατώ και, γενικά, εκτελώ κάτι με ταχύτητα 3. πιτυλίζω* …   Dictionary of Greek

  • πιτύλευσον — πιτυλεύω ply the sweeping oar aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυλεύσας — πιτυλεύσᾱς , πιτυλεύω ply the sweeping oar aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»