-
1 πιτυίνη
πιτύινοςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————πιτύινοςof: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 πιτυίνῃ
Βλ. λ. πιτυίνη -
3 πιτύινος
A of or from the pine, ῥητίνη π. pine-resin, Hp. Mul.2.203, Thphr.HP9.2.2; so πιτυΐνη alone, Orib.Fr.89, Paul.Aeg. 7.17;π. στέφανος Plu.2.677b
;π. φύσημα Gal.13.475
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιτύινος
-
4 ἐπετίνη
A = χαμαίπιτυς).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπετίνη
-
5 ῥοδοπιτυΐνη
ῥοδο-πῐτῠΐνη, ἡ,A rose-pine resin, Hippiatr.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοδοπιτυΐνη
См. также в других словарях:
πιτυίνη — πιτύινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυίνῃ — πιτύινος of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτύϊνος — η, ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίτυ ή αυτός που είναι κατασκευασμένος από πίτυ («τὸν πρῶτον ἀγῶνα ἔθεσαν περὶ στεφάνου πιτυΐνου», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιτυΐνη ρητίνη από πίτυ αρχ. φρ. «πιτύϊνος οἶνος» ο ρητινίτης. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ροδοπιτυΐνη — ἡ, ΜΑ ρετσίνι από ποικιλία τού πεύκου με ρόδινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πιτυΐνη «ρετσίνι από πεύκο»] … Dictionary of Greek