Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πιστοτέρῳ

См. также в других словарях:

  • πιστοτερώ — έω, Μ παρέχω μεγαλύτερη πίστη, δηλ. είμαι άξιος εμπιστοσύνης περισσότερο από κάποιον άλλο («τά πράγματα πιστοτεροῡσι τῶν ρημάτων», Αναστ. Σιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκρ. πιστότερος τού πιστός (πρβλ. υπέρτερος > υπερτερώ)] …   Dictionary of Greek

  • πιστοτέρῳ — πιστός 1 liquid masc/neut dat comp sg πιστός 2 to be trusted masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστοτέρωι — πιστοτέρῳ , πιστός 1 liquid masc/neut dat comp sg πιστοτέρῳ , πιστός 2 to be trusted masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»