-
1 πιστοτέρω
-
2 πιστοτέρῳ
-
3 πιστοτέρωι
πιστοτέρῳ, πιστός 1liquid: masc /neut dat comp sgπιστοτέρῳ, πιστός 2to be trusted: masc /neut dat comp sg
См. также в других словарях:
πιστοτερώ — έω, Μ παρέχω μεγαλύτερη πίστη, δηλ. είμαι άξιος εμπιστοσύνης περισσότερο από κάποιον άλλο («τά πράγματα πιστοτεροῡσι τῶν ρημάτων», Αναστ. Σιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκρ. πιστότερος τού πιστός (πρβλ. υπέρτερος > υπερτερώ)] … Dictionary of Greek
πιστοτέρῳ — πιστός 1 liquid masc/neut dat comp sg πιστός 2 to be trusted masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστοτέρωι — πιστοτέρῳ , πιστός 1 liquid masc/neut dat comp sg πιστοτέρῳ , πιστός 2 to be trusted masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)