Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πιστικῶς

См. также в других словарях:

  • πιστικῶς — πιστικός 1 liquid adverbial πιστικός 2 faithful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστικός — (I) ή, και ιά, ό / πιστικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστη, πιστός νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) ο πιστικός και η πιστικιά ο μπιστικός, μισθωτός, βοσκός, τσοπάνος μσν. αρχ. το αρσ. ως ουσ. έμπιστος υπάλληλος αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»