-
1 πιστικως
-
2 πιστικώς
-
3 πιστικῶς
-
4 πιστικός [2]
πιστικός, 1) zum Glauben, zur Treue gehörig, treu, πιστικῶς ἔχειν τινί, Plut. Pelop. 8. – 2) = πειστικός, überzeugend, überredend; ῥήτωρ, Plat. Gorg. 455 a; λόγοι, Xen. Cyr. 1, 6, 10; Arist. rhet. 1, 2.
-
5 πειστικός
A persuasive, Pl.Grg. 455a, Lg. 723a, Arist.Rh. 1355b29, Plb.30.2.3, Phld.Rh.2.12 S. (in codd. and Pap. freq. written πιστικός, as Grg. l.c., Men.472.4, PMag.Par.1.2170): ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.Plt. 304d ; τὸ π. ib.c. Adv. - κῶς Ruf.Rh.p.399 H., S.E.M. 2.62 (πιστικῶς Phld.Rh.2.191
S.): [comp] Comp.- ωτέρως Thphr.Metaph.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειστικός
См. также в других словарях:
πιστικῶς — πιστικός 1 liquid adverbial πιστικός 2 faithful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστικός — (I) ή, και ιά, ό / πιστικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστη, πιστός νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) ο πιστικός και η πιστικιά ο μπιστικός, μισθωτός, βοσκός, τσοπάνος μσν. αρχ. το αρσ. ως ουσ. έμπιστος υπάλληλος αρχ … Dictionary of Greek