-
1 πισσόχριστος
πισσόχριστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσόχριστος
-
2 πισσόχριστοι
πισσόχριστοςsmeared with pitch: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
πισσόχριστος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει αλειφθεί με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + χριστός (< χρίω «αλείφω»)] … Dictionary of Greek
πισσόχριστοι — πισσόχριστος smeared with pitch masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)