-
1 πισσέλαιον
πισσ-έλαιον, τό, Öl mit Pech gemischt -
2 pisselaeon
pisselaeon, ī, n. (πισσέλαιον), Öl aus Zedernpech, Plin. 24, 19 u.a.
-
3 πίσσ-ανθος
πίσσ-ανθος, τό, der dünne, obenauf schwimmende Theil des flüssigen Pechs, flos picis, auch πισσέλαιον u. ὄῤῥος πίσσης, Galen. u. a. Sp.
-
4 pisselaeon
pisselaeon, ī, n. (πισσέλαιον), Öl aus Zedernpech, Plin. 24, 19 u.a.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > pisselaeon
См. также в других словарях:
πισσέλαιον — mixture of oil and pitch neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πισσέλαιον — τὸ, ΜΑ μσν. μίγμα ελαίου και πίσσας αρχ. πίσσανθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἔλαιον] … Dictionary of Greek
πισσελαίου — πισσέλαιον mixture of oil and pitch neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πισσελαίῳ — πισσέλαιον mixture of oil and pitch neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
πίσσανθος — εος και ους, τὸ, Α ελαιώδες υγρό που ανέρχεται στην επιφάνεια, όταν η ωμή πίσσα αφεθεί σε ένα μέρος για αρκετό χρόνο, το πισσέλαιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄνθος] … Dictionary of Greek