-
1 πιοτάτω
-
2 πιοτάτῳ
См. также в других словарях:
πιοτάτῳ — πῑοτάτῳ , πῖος masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πιοτάτω
2 πιοτάτῳ
πιοτάτῳ — πῑοτάτῳ , πῖος masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)