-
1 πινακις
-
2 πινακίς
πινακίς, ἡ, = πινακίδιον, u. im plur., wie δέλτοι, Diplome, codicilli, Plut. T. Graech. 6; vgl. Spohn de extr. Od. parte p. 175.
-
3 πινακίς
πινακίςcodicils: fem nom sg -
4 πινακίς
πινακίς, ίδος, ἡ little (wooden) writing tablet (s. prec. entry; Macho [III B.C.] in Athen. 13, 582c al.; WSchubart, Der Gnomon d. Idios Logos 1919 [=BGU V] 36; PRyl 144, 19 [38 A.D.]; Sym. Ezk 9:11; Artapanus in Eus., PE 9, 27, 26) Lk 1:63 v.l.—DELG s.v. πίναξ. M-M s.v. πινακίδιον. -
5 πινακίς
πῐνᾰκ-ίς, ίδος, ἡ, = foreg. 1.3, Philyll.11, Machoap.Ath.13.582c; in the Kingdom of Bosporus, ἐπὶ τῆς π., as title, prob. in IPE2.29.29 (Panticapaeum, iii A. D.), cf. BMus.Inscr.183 ([etym.] πινακεῖδος): pl., π. Ἑλληνικαί2 in pl., tablets, Plu.TG6, Id.2.47e, Arr.Epict. 1.10.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πινακίς
-
6 πινακίδα
πινακίςcodicils: fem acc sg -
7 πινακίδας
πινακίςcodicils: fem acc pl -
8 πινακίδες
πινακίςcodicils: fem nom /voc pl -
9 πινακίδι
πινακίςcodicils: fem dat sg -
10 πινακίδος
πινακίςcodicils: fem gen sg -
11 πινακίσι
πινακίςcodicils: fem dat pl -
12 πινακίσιν
πινακίςcodicils: fem dat pl
См. также в других словарях:
πινακίς — codicils fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίς — ἡ, ΜΑ βλ. πινακίδα … Dictionary of Greek
πινακίδα — πινακίς codicils fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίδας — πινακίς codicils fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίδες — πινακίς codicils fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίδι — πινακίς codicils fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίδος — πινακίς codicils fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίσι — πινακίς codicils fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίσιν — πινακίς codicils fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίδα — η / πινακίς, ίδος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. μικρή πλάκα, ξύλινη ή μεταλλική, πάνω σε θύρα, τοίχο, διάδρομο, συρτάρι, δρόμο, διασταύρωση, η οποία φέρει επιγραφή, η ταμπέλα 2. ειδικό πλαίσιο με τον αριθμό κυκλοφορίας οχήματος μσν. αρχ. μικρό πινάκιο, δέλτος… … Dictionary of Greek
πινακίδιο — το / πινακίδιον, ΝΜΑ [πινακίς, ίδος] νεοελλ. 1. μικρό πινάκιο από χαρτόνι ή χαρτί στο οποίο σημειώνεται κάτι 2. τριπλότυπη κατάσταση, στην οποία αναγράφονται οι εντολές αγοραπωλησίας χρεωγράφων από χρηματιστές μσν. αρχ. μικρή πινακίδα για γραφή,… … Dictionary of Greek