-
1 πιμελής
πῑμελῆς, πιμελήsoft fat: fem gen sg (attic epic ionic)πῑμελῆς, πιμελήςfat: masc /fem acc pl (attic epic doric)πῑμελῆς, πιμελήςfat: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic) -
2 πιμελῆς
πῑμελῆς, πιμελήsoft fat: fem gen sg (attic epic ionic)πῑμελῆς, πιμελήςfat: masc /fem acc pl (attic epic doric)πῑμελῆς, πιμελήςfat: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic) -
3 πιμελής
πῑμελής, πιμελήςfat: masc /fem nom sg -
4 πιμελής
πῑμελ-ής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιμελής
-
5 πιμελή
πῑμελῆ, πιμελήςfat: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πῑμελῆ, πιμελήςfat: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)πῑμελῆ, πιμελήςfat: masc /fem acc sg (attic epic doric)——————πῑμελῇ, πιμελήsoft fat: fem dat sg (attic epic ionic) -
6 πιμελείς
πῑμελεῖς, πιμελήςfat: masc /fem acc plπῑμελεῖς, πιμελήςfat: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
7 πιμελεῖς
πῑμελεῖς, πιμελήςfat: masc /fem acc plπῑμελεῖς, πιμελήςfat: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
8 πιμελεστέρα
πῑμελεστέρᾱ, πιμελήςfat: fem nom /voc /acc comp dualπῑμελεστέρᾱ, πιμελήςfat: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
9 πιμελές
πῑμελές, πιμελήςfat: masc /fem voc sgπῑμελές, πιμελήςfat: neut nom /voc /acc sg -
10 πιμελεστέρου
πῑμελεστέρου, πιμελήςfat: masc /neut gen comp sg -
11 πιμελεστέρους
πῑμελεστέρους, πιμελήςfat: masc acc comp pl -
12 πιμελούς
-
13 πιμελοῦς
-
14 πιμελών
πῑμελῶν, πιμελήsoft fat: fem gen plπῑμελῶν, πιμελήςfat: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
15 πιμελῶν
πῑμελῶν, πιμελήsoft fat: fem gen plπῑμελῶν, πιμελήςfat: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
16 πιμελέσιν
πῑμελέσιν, πιμελήςfat: masc /fem /neut dat pl -
17 πιμελέστερος
πῑμελέστερος, πιμελήςfat: masc nom comp sg -
18 καλυπτός
II (fromκαλύπτω 11
) put round so as to cover, καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς from the enfolding fat, S.Ant. 1011.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλυπτός
-
19 κτηδών
A line of fissure in the fibre of wood, Thphr.HP5.1.9 sq.; κτηδόνες ξύλου grain of wood, HeroBel.96.12, cf. Suid.2 Medic. in pl., fibres of the heart, Hp.Cord.10, cf. Erot.s.v. ἶνες.c κ. πιμελῆς fibres in a piece of fat, Sor.1.118.3 layers of slate, Dsc.5.127.4 gills of a mushroom, Id.3.1. -
20 μηρός
μηρός, ὁ,A thigh, φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ drawing his sword from his thigh, where it hung, Il.1.190, cf. Od.11.231, al.; μηρὼ πληξάμενος, in sign of vehement agitation, Il.16.125;ἐπαίσατο τὸν μηρόν X.Cyr.7.3.6
;τύπτειν Plb.15.27.11
;τὸν μ. ἀλοῆσαι Plu.TG2
; ἐπὶ μηρόν τινος beside it, LXX 4 Ki.16.14: in pl., Alc.Supp.11.6, A. Fr. 135, 136.2 thigh-bone,κατ' ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται Il.5.305
, cf. Hp.Art.57, Gal.18(2).472; esp. of thigh-bones with flesh offered in sacrifice,μηροὺς ἐξέταμον Il.1.460
, al. (cf. μηρία); καταρρυεῖς μ. καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς S.Ant. 1011
;θεοῖσι μηρὸν θύετε Eub.130
; .
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πιμελῆς — πῑμελῆς , πιμελή soft fat fem gen sg (attic epic ionic) πῑμελῆς , πιμελής fat masc/fem acc pl (attic epic doric) πῑμελῆς , πιμελής fat masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμελής — πῑμελής , πιμελής fat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμελής — ές, Α [πιμελή] λιπώδης, παχύς … Dictionary of Greek
πιμελῆ — πῑμελῆ , πιμελής fat neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πῑμελῆ , πιμελής fat masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πῑμελῆ , πιμελής fat masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμελεστέρα — πῑμελεστέρᾱ , πιμελής fat fem nom/voc/acc comp dual πῑμελεστέρᾱ , πιμελής fat fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμελεῖς — πῑμελεῖς , πιμελής fat masc/fem acc pl πῑμελεῖς , πιμελής fat masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμελές — πῑμελές , πιμελής fat masc/fem voc sg πῑμελές , πιμελής fat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
дидрага — ДИДРАГ|А (1*), Ы с. Жир, сало: Всѩ дади(м) ѹды б҃у. иже на земли всѩ оч(с)тимъ. не остави(м) ни повраза ˫атренаго ни истесъ с дидрагою. ни кое˫а же части телесны˫а. ни оного ни сего. (μετὰ τῆς πιμελῆς) ГБ XIV, 44б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καταπιμελής — καταπιμελής, ές (Α) πολύ παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πιμελής «παχύς»] … Dictionary of Greek
καταρρυής — καταρρυής, ές (Α) 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω γλιστρώντας 2. (για λιπαρές σάρκες που θερμαίνονται) σταλάζω λίπος («καταρρυεῑς μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρρυής (< ῥέω, πρβλ. αόρ. β ἐ ρρύ ην), πρβλ.… … Dictionary of Greek
πιμελεστέρου — πῑμελεστέρου , πιμελής fat masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)