-
1 πιλοειδώς
-
2 πιλοειδῶς
См. также в других словарях:
πιλοειδῶς — πιλοειδής like a cap adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πιλοειδώς
2 πιλοειδῶς
πιλοειδῶς — πιλοειδής like a cap adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)