-
1 πικρών
πίκραantidote: fem gen plπικράζωtaste bitter: fut part act masc voc sgπικράζωtaste bitter: fut part act neut nom /voc /acc sgπικράζωtaste bitter: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)πικρόςpointed: fem gen plπικρόςpointed: masc /neut gen plπικρόωmake bitter: pres part act masc voc sg (doric aeolic)πικρόωmake bitter: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)πικρόωmake bitter: pres part act masc nom sgπικρόωmake bitter: pres inf act (doric) -
2 πικρῶν
πίκραantidote: fem gen plπικράζωtaste bitter: fut part act masc voc sgπικράζωtaste bitter: fut part act neut nom /voc /acc sgπικράζωtaste bitter: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)πικρόςpointed: fem gen plπικρόςpointed: masc /neut gen plπικρόωmake bitter: pres part act masc voc sg (doric aeolic)πικρόωmake bitter: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)πικρόωmake bitter: pres part act masc nom sgπικρόωmake bitter: pres inf act (doric) -
3 διαγνωσις
- εως ἥ1) распознавание, различение(φωνῆς καὴ σιγῆς Arst.; τῶν αἰτίων καὴ μή, γλυκέων ἢ πικρῶν Plut.)
διάγνωσιν ποιεῖσθαι Thuc. — распознавать, различать2) способность распознавания(δ. φρενῶν Eur.)
τὸ δάκνον τέν διάγνωσιν κρατεῖ Eur. — душевная боль подавляет здравые суждения3) средство распознавания, способ различения(καλῶν ἢ μέ τοιούτων Dem.)
4) определение, установление(διάγνωσίν τινος ποιεῖσθαι Plat.)
ταχίστην ἔχειν διάγνωσιν Isocr. — быть легко определимым5) решение, постановление(περί τινος Dem.)
См. также в других словарях:
πικρῶν — πίκρα antidote fem gen pl πικράζω taste bitter fut part act masc voc sg πικράζω taste bitter fut part act neut nom/voc/acc sg πικράζω taste bitter fut part act masc nom sg (attic epic ionic) πικρός pointed fem gen pl πικρός pointed masc/neut gen… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
Ζευγώλη-Γλέζου, Διαλεχτή — (Απείρανθος, Νάξος 1907 – 1996). Ποιήτρια και λαογράφος, σύζυγος του λογοτέχνη Πέτρου Γλέζου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από νωρίς άρχισε να ασχολείται με τη συλλογή λαογραφικού και γλωσσικού υλικού της ιδιαίτερη… … Dictionary of Greek
Ντ’ Ανούντσιο, Γκαμπριέλε — (Gabriele D’Annunzio, Πεσκάρα 1863 – Γκαρντόνε Ριβιέρα, Μπρέσια 1938). Ιταλός ποιητής και συγγραφέας. Το 1879 δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο Primo vere καρντουτσιανής μίμησης και το 1881 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου γρήγορα έγινε ο πρωταγωνιστής της … Dictionary of Greek
πικρές ουσίες — Φάρμακα ή δρόγες φυτικής προέλευσης με πολύ πικρή και δυσάρεστη γεύση, γενικά παράγωγα ή ενώσεις αλκαλοειδών· χρησιμοποιούνται συνήθως ως στομαχικά ή ορεκτικά. Πολύ διαδομένες είναι οι πικρές ουσίες που προέρχονται από τη ρίζα της γεντιανής και… … Dictionary of Greek
Χάουπτμαν, Γκέρχαρτ — (Hauptmann, Όμπερζάλτσμπρουν, Σιλεσία 1862 – Αγκνέτεντορφ, Σιλεσία 1946). Γερμανός λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας. Άρχισε μια πολύμορφη λογοτεχνική δραστηριότητα που δεν έμεινε αμέτοχη σε όλα τα αισθητικά ρεύματα της εποχής του. Στο ποίημα… … Dictionary of Greek