Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πικρό-γλωσσος

См. также в других словарях:

  • κενόγλωσσος — κενόγλωσσος, ον (Μ) αυτός που λέγει κενά, μάταια πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ελευθερό γλωσσος, πικρό γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • λειόγλωσσος — λειόγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει λεία, αβρή γλώσσα, κολακευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αλλό γλωσσος, πικρό γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • μυσαρόγλωσσος — μυσαρόγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει βδελυρή γλώσσα, αυτός που τα λεγόμενα ή τα γραφόμενά του είναι βδελυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυσαρός + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. πικρό γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόγλωσσος — και δ. γρφ. χρυσόγλωττος, ον, Μ χρυσόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πικρό γλωσσος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»