-
1 πικρούται
-
2 πικροῦται
См. также в других словарях:
πικροῦται — πικρόω make bitter pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πικρούται
2 πικροῦται
πικροῦται — πικρόω make bitter pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)