-
1 вероятно
вероятно πιθανό, μπορεί, ίσως он, \вероятно, придёт ίσως έρθει весьма \вероятно πολύ πιθανό* * *πιθανό, μπορεί, ίσωςон, вероя́тно, придёт — ίσως έρθει
весьма́ вероя́тно — πολύ πιθανό
-
2 верно
верно 1) (правильно) αλή θεια, σωστά· совершенно \верно πολύ σωστά 2) (преданно) πιστά 3) (вероятно) είναι πιθανό* * *1) ( правильно) αλήθεια, σωστάсоверше́нно ве́рно — πολύ σωστά
2) ( преданно) πιστά3) ( вероятно) είναι πιθανό -
3 видно
видно 1. предик. 1) φαίνεται было хорошо \видно φαινόταν καλά его ещё не \видно δε φαίνεται ακόμη 2) (заметно) είναι φανερό, είναι αισθητό 2. вводи, ел. πιθανό, καθώς φαίνεται \видно, он не придёт καθώς φαίνεται δε θα ρθει* * *1. предик.1) φαίνεταιбы́ло хорошо́ ви́дно — φαινόταν καλά
его́ ещё не ви́дно — δε φαίνεται ακόμη
2) ( заметно) είναι φανερό, είναι αισθητό2. вводн. сл.πιθανό, καθώς φαίνεταιви́дно, он не придёт — καθώς φαίνεται δε θα ρθει
-
4 возможно
возможно 1. предик, είναι δυνατό, μπόρες* если \возможно αν είναι δυνατό; я сделаю всё, что \возможно θα κάνω ότι μπορώ 2. вводн, ел. {вероятно) πιθανό, ίσ(ος· \возможно, я приду ίσως έρθω* * *1. предик.είναι δυνατό, μπορείе́сли возмо́жно — αν είναι δυνατό
2. вводн. сл.я сде́лаю всё, что возмо́жно — θα κάνω ότι μπορώ
( вероятно) πιθανό, ίσωςвозмо́жно, я приду́ — ίσως έρθω
-
5 наверное
наверное μάλλον, είναι πιθανό* он, \наверное, задержится αυτός μάλλον ν' αργήση* * *μάλλον, είναι πιθανόон, наве́рное, заде́ржится — αυτός μάλλον ν'αργήση
-
6 ошибка
το σφάλματο λάθοςпризнавать свою - у ομολογώ/αναγνωρίζω το -коллимационная (геод.) - του δείκτηпараллактическая - см. - на параллакс систематическая - συστηματικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ошибка
-
7 быть
быть 1) (существовать) είμαι, υπάρχω 2) (находиться) είμαι, βρίσκομαι· где вы* * *1) ( существовать) είμαι, υπάρχω2) ( находиться) είμαι, βρίσκομαιгде вы бы́ли? — πού είσαστε
3) ( иметься) έχω, υπάρχωу меня́ не́ было свобо́дного вре́мени — δεν είχα ελεύθερη ώρα
в библиоте́ке есть мно́го ре́дких книг — στη βιβλιοθήκη υπάρχουν πολλά σπάνια βιβλία
4) (в знач. связки)он был учи́телем — ήτανε δάσκαλος
••так и быть! — ας είναι!, έστω!
мо́жет быть — ίσως, πιθανό
бу́дьте (так) добры́... — έχετε την καλοσύνη…
бу́дьте здоро́вы! — γεια σας!
-
8 может быть
ίσως, (είναι) πιθανό -
9 вероятно
вероятн||о1. вводн. сл. πιθανόν, ίσως, φαίνεται, ἐνδεχόμενον:ты, \вероятноо, не знаешь ἐσύ, πιθανόν, δέν θά ξέρεις· он, \вероятноо, не придет φαίνεται πώς δέν θά ἐρθει·2. предик безл εἶναι πιθανό[ν], ὅπως φαίνεται:вполне \вероятно πολύ πιθανόν. -
10 возможно
возможно1. нареч δσο μπορεί, δσο τό δυνατό[ν]:\возможно скорее δσο μπορεί γρηγορώτερα· \возможно лучше δσο μπορεί καλλίτερα·2. предик безл μπορεί, ἐνδέχεται, εἶναι δυνατό[ν], εἶναι ἐνδεχόμενο:очень \возможно πολύ πιθανό· я сделаю все, что \возможно θά κάνω ὁτι εἶναι δυνατό, θά κάνω δ,τι μπορώ· если \возможно ἐάν εἶναι δυνατό· насколько \возможно στό μέτρο τοῦ δυνατού, δσο εἶναι δυνατό·3. вводн. сл. ϊσως, πιθανόν, ἐνδεχόμενο:мне, возможно, придется уехать ίσως (или ἐνδεχόμενον) ν' ἀναγκασθώ νά ἀναχωρήσω. -
11 едва
едванареч1. (лишь только) μόλις:\едва рассвело, как мы тронулись в путь μόλις ξημέρωσε, ξεκινήσαμε·2. (с трудом) μόλις (καί μετά βίας):он \едва ходит μόλις καί μετά βίας περπατάει·3. (чуть) μόλις (καί) ἐλάχιστα:\едваосвещенная комната δωμάτιο πού μόλις φωτίζεται· \едва слышно μόλις κι ἀκούγεται· ◊ \едва не... παραλίγο, παρ' ὀλίγον, σχεδόν--μόλις καί μετά βίας· \едва ли не... πολύ πιθανό, διόλου ἀπίθανο (δτι)..., σχεδόν \едва ли εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο. -
12 скорее
скорее, скорей1. (сравнит, ст. от прил скорый и нареч скоро) γρηγορώ-τερα, πιό γρήγορα·2. нареч (лучше, предпочтительнее) καλλίτερα, κάλλιο, προτιμότερο[ν]:он \скорее умрет, чем\скорее сдастся θά προτιμήσει νά πεθάνει παρά νά παραδοθεί·3. нареч (вернее) μᾶλλον, περισ-σότερο[ν]:он \скорее похож на мать, чем на отца μάλλον μοιάζει τήν μητέρα του παρά τόν πατέρα του· ◊ \скорее всего́ μάλλον, τό πιθανότερον εἶναι, τό πιό πιθανό εἶναι. -
13 скорей
скорее, скорей1. (сравнит, ст. от прил скорый и нареч скоро) γρηγορώ-τερα, πιό γρήγορα·2. нареч (лучше, предпочтительнее) καλλίτερα, κάλλιο, προτιμότερο[ν]:он \скорей умрет, чем\скорей сдастся θά προτιμήσει νά πεθάνει παρά νά παραδοθεί·3. нареч (вернее) μᾶλλον, περισ-σότερο[ν]:он \скорей похож на мать, чем на отца μάλλον μοιάζει τήν μητέρα του παρά τόν πατέρα του· ◊ \скорей всего́ μάλλον, τό πιθανότερον εἶναι, τό πιό πιθανό εἶναι. -
14 may
[mei](-)1) (to have the permission to: You may go home now.) μπορώ,μου επιτρέπεται(να)2) (used to express a possibility in the present or future: He may be here, I don't know.) μπορεί,ενδέχεται,είναι πιθανό(να)3) (used to express a wish: May you live a long and happy life.) είθε(να)•- may have -
15 the chances are
(it is likely (that): The chances are he can't come tomorrow.) είναι πιθανό -
16 скорее
1. συγκρ. β. του επ. скорый και του επίρ. скоро ταχύτερος• ταχύτερα• γρηγορότερος, γρηγορότερα.2. μάλλον, περισσότερο-πιθανότερο•он скорее напоминал мать, чем отца αυτός περισσότερο θύμιζε (έμοιαζε) τη μάνα, παρά τον πατέρα.
|| καλύτερο, -α, προτιμότερο, -α, κάλλιο•скорее умрём, чем сдадимся είναι προτιμότερο να πεθάνομε, παρά να παραδοθούμε.
εκφρ.скорее всего – πιθανότατα, το πιο πιθανό• μάλλον.
См. также в других словарях:
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
πιθανολογώ — πιθανολογῶ, έω ΝΑ παρουσιάζω κάτι ως πιθανό, μιλώ βασιζόμενος σε πιθανότητες, εικάζω, θεωρώ κάτι πιθανό, εικοτολογώ («Ἔφορος πιθανολογεῑν μὲν πειρᾱται», Διόδ.) νεοελλ. (το παθ. ως απρόσ.) πιθανολογείται θεωρείται πιθανό, φέρεται ή λέγεται ως… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
πιθανός — ή, ό / πιθανός, ή, όν, ΝΑ 1. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, πειστικός («σφόδρα πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ Σωκράτης ἔλεγε λόγον» Πλάτ.) 2. (για λόγους, γνώμες, απόψεις) αληθοφανής, όχι βέβαιος αλλά που παρουσιάζεται ως πιστευτός, ευλογοφανής,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… … Dictionary of Greek
αποκατάσταση — Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… … Dictionary of Greek
κινδυνεύω — και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ κινδυνεύω και μέσ. κινδυνεύομαι) [κίνδυνος] 1. βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη κατάσταση (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν πρός… … Dictionary of Greek