-
1 πιθανο-λογικός
πιθανο-λογικός, ή, όν, geschickt, geeignet, eine Sache wahrscheinlich zu machen, Arr. Epict. 1, 8.
-
2 πιθανολογικός
πιθανο-λογικός, ή, όν, geschickt, geeignet, eine Sache wahrscheinlich zu machen
См. также в других словарях:
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek