-
1 πιβρᾶτος
πιβρᾶτος, = Lat.A privatus, Edict.Diocl.7.76.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιβρᾶτος
См. также в других словарях:
πιβράτος — ὁ, ΜΑ ιδιωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. privatus «ιδιωτικός»] … Dictionary of Greek
1 πιβρᾶτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιβρᾶτος
πιβράτος — ὁ, ΜΑ ιδιωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. privatus «ιδιωτικός»] … Dictionary of Greek