-
1 γυμναζω
1) med. ( для гимнастических упражнений) обнажаться, раздеваться2) упражнять, развивать, тренировать(ἑαυτὸν καὴ τοὺς ἵππους Xen.; τὸ σῶμα καὴ τέν ψυχήν Isocr.)
3) med. упражняться(ἐν ταῖς παλαίστραις Plat.)
ναῦς γυμναζόμεναι Xen. — учебные маневры флота;γεγυμνάσθαι πρός τι Plat., Arst., ἔν τινι Plat., Arst., Plut., Diog.L., περι τι Xen., Arst. и τινί NT. — приучиться или быть приученным к чему-л.;γυμνάσασθαι τέν τέχνην Plat. — овладеть мастерством4) изнурять, мучить Eur.ἄδην με πλάναι γεγυμνάκασιν Aesch. — достаточно измучили меня скитания;
ὑπερμήκεις δρόμους γυμνάζεσθαι Aesch. — устать от бесконечных странствий -
2 δυστεκμαρτος
-
3 περιδρομη
ἥ1) бег по кругу Plut.2) круговращение, круговорот(ἐτῶν Eur.; τοῦ ἡλίου Plut.)
3) бесцельное хождение, шатание -
4 πλανη
(ᾰ) ἥ1) блуждание, скитание, странствование(πολύπλανοι πλάναι Aesch.)
2) отклонение, отступление(ἥ π. τοῦ λόγου Plat.)
3) заблуждение, ошибка(π. καὴ ἄνοια Plat.)
ἥ π. τῆς ὄψεως Plat. — обман зрения4) неопределенность, неустойчивостьδιαφορὰ καὴ π. (τῶν καλῶν) Arst. — многоообразие и шаткость (представлений) прекрасного
5) обольщение(μισθοῦ NT.)
6) обман(καὴ ἔσται ἥ ἐσχάτη π. χείρων τῆς πρώτης NT.)
-
5 πολυπλανος
21) много странствующий, блуждающийπολύπλανοι πλάναι Aesch. — бесконечные скитания
2) глядящий по всем направлениям, т.е. бдительный(κόραι Eur.)
-
6 τηλεπλανος
См. также в других словарях:
πλανᾶι — πλανᾷ , πλανάω cause to wander pres subj mp 2nd sg πλανᾷ , πλανάω cause to wander pres ind mp 2nd sg (epic) πλανᾷ , πλανάω cause to wander pres subj act 3rd sg πλανᾷ , πλανάω cause to wander pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάναι — πλάνη wandering fem nom/voc pl πλάνᾱͅ , πλάνη wandering fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάνᾳ — πλάναι , πλάνη wandering fem nom/voc pl πλάνᾱͅ , πλάνη wandering fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SEPTERIUM — una ex 3. sollennitatibus nonô quôque annô Delphis olim celebrari solitis: quarum mentio apud Plut. Quaestion. Graec. Erat autem Σεπτήριον μίμημα τῆς πρὸς τὸν πύθωνα τȏυ θεοῦ μάχης, καὶ τῆς μετα τὴν μάχυς̔ν ἐπὶ τὰ τέμπη φυγῆς καὶ ἐκδιώξες.… … Hofmann J. Lexicon universale
περιδρομή — η, ΝΜΑ το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν. β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.) (μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες» … Dictionary of Greek
Τερζάκης, Χρήστος — (1876 – 1960). Συνεταιριστής. Θεωρείται ο πρώτος οργανωτής της συνεταιριστικής κίνησης στη Μεσσηνία, όπου ίδρυσε τον Σύνδεσμο Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών Μεσσηνίας (1918). Ήταν ένας από τους ιδρυτές της Κεντρικής Αγροτικής Τράπεζας Καλαμών… … Dictionary of Greek