-
1 πήχυιος
πήχυιος, auch πήχυος, = Vorigem; πήχυιος χρόνος, von einer kurzen Zeit, »eine Spanne Zeit« sagen wir, Mimn. frg. 2; nicht πηχύϊος, s. Lob. Phryn. p. 494.
-
2 πήχυιος
πήχυιος, πήχυιος χρόνος, von einer kurzen Zeit, 'eine Spanne Zeit' sagen wir -
3 τρι-πήχυιος
τρι-πήχυιος, = Folgdm.
-
4 τρίπηχυς
τρί-πηχυς, υ, u. τρι-πήχυιος, drei Ellen lang; übh. sehr groß, sehr lang
См. также в других словарях:
πήχυιος — υία, ον, Α 1. πηχυαίος, με μήκος ή ύψος ενός πήχυ («πήχυιος βόθρος», Απολλ. Ρόδ.) 2. (μτφ. για χρόνο) λίγος, μικρός («πήχυιος χρόνος» ελάχιστος χρόνος, Μίμν.) 3. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) πήχυιον σε απόσταση ενός πήχυ («ἐρετμὰ πήχυιον προύχοντα»… … Dictionary of Greek
πήχυιον — πήχυιος but a span masc acc sg πήχυιος but a span neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)