-
1 πηρίνα
πηρίνα, ἡ, -
2 περίναιος
περίναιος (- εος)Grammatical information: m.Meaning: `perinaeum, the space between the anus and the scrotum' (medic., Arist.), pl. `male genitals' (Arist.). Doubtful byforms περινῳ̃ περινέῳ Gal.; περίνα (for πηρῖνα?) περίναιον. τὸ αἰδοῖον and περίνος τὸ αἰδοῖον... η τὸ τῶν διδύμων δέρμα, ἤγουν ὁ ταῦρος H.Other forms: - ον n.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Anatomical technical expression, from περί and ἰνάω, - έω `make empty', with ιο- ( εο-)suffix, so prop. "empting region". Meister KZ 32, 139ff. (in detail deviating and wrong); cf. on ἰνάω. The word was partly identified with πηρίς, - ίνα; s. πήρα.Page in Frisk: 2,513Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > περίναιος
См. также в других словарях:
πηρίνα — ἡ, Α 1. το περίνεο, η περιοχή τού κάτω μέρους τού σώματος, η οποία αντιστοιχεί με το κάτω στόμιο τής πυέλου 2. η έδρα, τα οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πηρίς / πηρίν. Η σημ. τής λ. προήλθε πιθ. υπό την επίδραση τού τ. περίνεον] … Dictionary of Greek