-
1 πηρός
πηρός, an irgend einem Gliede gelähmt, verstümmelt, gebrechlich, debilis; bes. von Schwäche der Sinnenwerkzeuge, blind, Il. 2, 599 ( Schol. ὁ κατά τι μέρος τοῠ σώματος βεβλαμμένος); u. so bei Sp., z. B. S. Emp. oft, vgl. VLL.; nach Hesych. auch – stumm; u. übertr., βεβλαμμένος τὴν διάνοιαν, stumpf-, blödsinnig, oft in der Anth.
-
2 πηρός
πηρός, an irgend einem Gliede gelähmt, verstümmelt, gebrechlich, debilis; bes. von Schwäche der Sinnenwerkzeuge; stumm; u. übertr., βεβλαμμένος τὴν διάνοιαν, stumpf-, blödsinnig -
3 κατά-πηρος
κατά-πηρος, verstümmelt, gebrechlich, Sp.
-
4 κακό-πηρος
κακό-πηρος, mit schlechtem Ranzen, E. M. 870, 56.
-
5 μονό-πηρος
μονό-πηρος, mit einem Ränzel, E. M. 670, 57.
-
6 ἀνά-πηρος
ἀνά-πηρος, verstümmelt, verkrüppelt, χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat. Crit. 53 a; βοίδια Hermipp. Ath. XII, 551 b; übertr., ψυχὴ πρὸς ἀλήϑειαν ἀνάπ. Plat. Rep. VII, 535 d; ἀνάπηρον ποιεῖσϑαι Aesch. 1, 183, = folgdm.
-
7 ἄ-πηρος
-
8 ἄ-πηρος [2]
-
9 ἔμ-πηρος
-
10 πωρός
-
11 ἀ-πηρής
ἀ-πηρής, ές (πηρός), nicht verstümmelt, unversehrt, Ap. Rh. 1, 888.
-
12 ἀνάπηρος
ἀνά-πηρος, verstümmelt, verkrüppelt -
13 ἄπηρος
-
14 ἔμπηρος
ἔμ-πηρος, verstümmelt, beschädigt -
15 κακόπηρος
-
16 κατάπηρος
κατά-πηρος, verstümmelt, gebrechlich -
17 μονόπηρος
См. также в других словарях:
πηρός — disabled in a limb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῆρος — loss of strength neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρός — ά, όν, Α 1. αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα μέλος τού σώματός του, ανάπηρος, σακάτης («πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ ἄρ ὄμμασι», Ανθ. Παλ.) 2. συνεκδ. ο πνευματικά ανάπηρος, ο διανοητικά ελαττωματικός, κουτός («ἀμβλεῑς καὶ πηροὶ», Φίλ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
πήρος — ους και αιολ. τ. πᾱρος, εος, τὸ, Α απώλεια δύναμης, εξάντληση, εξασθένηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί υποχωρητ. παρ. τού ρ. πηρῶ (< πηρός) και έχει πιθ. σχηματιστεί κατά τους σιγματικούς τ. σε πηρής < πηρός (πρβλ. α πηρής, πανα πηρής)] … Dictionary of Greek
πηρά — πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl πηρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual πηρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρόν — πηρός disabled in a limb masc acc sg πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηραί — πηρός disabled in a limb fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηροῖς — πηρός disabled in a limb masc/neut dat pl πηρόω maim pres opt act 2nd sg πηρόω maim pres subj act 2nd sg πηρόω maim pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηροί — πηρός disabled in a limb masc nom/voc pl πηρόω maim pres subj mp 2nd sg πηρόω maim pres ind mp 2nd sg πηρόω maim pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηροῦ — πηρός disabled in a limb masc/neut gen sg πηρόω maim pres imperat mp 2nd sg πηρόω maim imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρούς — πηρός disabled in a limb masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)