-
1 πηλών
πηλόςclay: masc /fem gen plπηλόωcoat: pres part act masc voc sg (doric aeolic)πηλόωcoat: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)πηλόωcoat: pres part act masc nom sgπηλόωcoat: pres inf act (doric) -
2 πηλῶν
πηλόςclay: masc /fem gen plπηλόωcoat: pres part act masc voc sg (doric aeolic)πηλόωcoat: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)πηλόωcoat: pres part act masc nom sgπηλόωcoat: pres inf act (doric)
См. также в других словарях:
πηλῶν — πηλός clay masc/fem gen pl πηλόω coat pres part act masc voc sg (doric aeolic) πηλόω coat pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πηλόω coat pres part act masc nom sg πηλόω coat pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ντελίλ, Λεοπόλντ Βικτόρ — (Leopold Victor Delisle, 1826 – 1910). Γάλλος βιβλιογράφος, παλαιογράφος και ιστορικός. Ασχολήθηκε με τη μελέτη των πηλών της γαλλικής ιστορίας –και ιδίως της νορμανδικής– και διeτέλεσε βοηθός στο τμήμα χειρογράφων της Εθνικής βιβλιοθήκης του… … Dictionary of Greek
Πικέρμι — Οικισμός της Αττικής, στις νότιες υπώρειες της Πεντέλης, από την περιοχή του οποίου προέρχονται σπουδαία παλαιοντολογικά ευρήματα, γνωστά ως πικερμική πανίδα. Υπάγεται στη νομαρχία Ανατολικής Αττικής, του νομού Αττικής. Κατά τη διάρκεια της… … Dictionary of Greek