-
1 πηλοχυτος
См. также в других словарях:
πηλόχυτος — ον, Α κατασκευασμένος από πηλό που χύθηκε μέσα σε μήτρα, σε καλούπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + χυτός (< χέω)] … Dictionary of Greek
πηλοχύτοις — πηλόχυτος moulded of clay masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)