-
1 πηλίκη
πηλίκοςhow great: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————πηλίκοςhow great: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 πηλίκῃ
Βλ. λ. πηλίκη -
3 πηλίκος
πηλίκος, wie groß? wie stark? übh. quantus (Nicom. arithm. 1, 2 unterscheidet es von πόσος u. bezeichnet damit die geometrische Größe, μέγεϑος, wie mit πόσος die arithmetische, πλῆϑος); πηλίκη τις ἔσται γραμμή, Plat. Men. 82 d; χωρίον, 85 a; πόσα καὶ πηλίκα, Pol. 1, 2, 8; Sp.; τὸ πηλίκον οὔνομα, Diod. 11 (VII, 235). Auch vom Alter, Arist.
-
4 πηλίκος
A how great or large? πηλίκη τις ἔσται ἡ γραμμή; Pl.Men. 82d, cf. 83e; πηλίκον τινὰ οἴεσθε μέγεθος; Eub.82 ; after τηλικοῦτος, D.19.284; πόσα καὶ πηλίκα of what number and magnitude, Plb.1.2.8 : with Art., ὁ πηλίκος; quantulus? Babr.69.4; τὸ π. magnitude, opp. τὸ ποσόν (quantity), Nicom. Ar.1.2 ;ὁ χρόνος.. ἐστὶ μῖγμα πηλίκου καὶ ποσοῦ Dam.Pr. 371
. Adv. - κως Hdn.Gr.2.925.2 indef., of a certain age, Arist.EN 1134b11 : [comp] Comp. - ώτερος, f.l. for ἀπηλικέστερος, Aret.SA2.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πηλίκος
См. также в других словарях:
πηλίκη — πηλίκος how great fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλίκῃ — πηλίκος how great fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλίκος — η, ον, ΜΑ (ερωτημ. αντων. συσχετική τών τηλίκος, ηλίκος) 1. πόσο μεγάλος, πόσο εκτεταμένος (α. «θεωρεῑτε δὲ πηλίκος οὗτος», ΚΔ β. «πηλίκη τις ἔσται ἡ γραμμή», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηλίκον βλ. πηλίκον αρχ. ποιας ηλικίας, πόσων ετών. επίρρ … Dictionary of Greek