Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πηλίκῃ

См. также в других словарях:

  • πηλίκη — πηλίκος how great fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκῃ — πηλίκος how great fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκος — η, ον, ΜΑ (ερωτημ. αντων. συσχετική τών τηλίκος, ηλίκος) 1. πόσο μεγάλος, πόσο εκτεταμένος (α. «θεωρεῑτε δὲ πηλίκος οὗτος», ΚΔ β. «πηλίκη τις ἔσται ἡ γραμμή», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηλίκον βλ. πηλίκον αρχ. ποιας ηλικίας, πόσων ετών. επίρρ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»