-
1 πηλοφορείν
-
2 πηλοφορεῖν
См. также в других словарях:
πηλοφορεῖν — πηλοφορέω carry clay pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πηλοφορείν
2 πηλοφορεῖν
πηλοφορεῖν — πηλοφορέω carry clay pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)