-
1 πηλαμίς
-
2 πηλαμύς
См. также в других словарях:
πηλαμίς — ίδος, η, Ν ζωολ. γένος θαλάσσιων δηλητηριωδών φιδιών τής οικογένειας hidrophiidae … Dictionary of Greek
1 πηλαμίς
2 πηλαμύς
πηλαμίς — ίδος, η, Ν ζωολ. γένος θαλάσσιων δηλητηριωδών φιδιών τής οικογένειας hidrophiidae … Dictionary of Greek