-
1 παρα-καθ-ίημι
παρα-καθ-ίημι (s. ἵημι), nebenbei oder an der Seite herabschicken; πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρα καϑίετο, Eur. Hel. 1551; Arist. H. A. 9, 38; τὸν δακτύλιον παρακαϑῆκε, fallen lassen, Plut. ad. et am. discr. 32; τὰς χεῖρας, Nic. 9; – intrans., παρακαϑιέναι τοῖς σώμασι, nachlassen, Pol. 35, 1, 4.
-
2 παρα-λύω
παρα-λύω (s. λύω), 1) daneben, dabei, an od. von der Seite lösen; τὰ πηδάλια παρέλυσε τῶν νεῶν, Her. 3, 136; τὰ πλάγια τῶν γέῤῥων παραλύσαντες, Pol. 8, 6, 9, öfter; πεντήρεις παραλελυμέναι τοὺς ταρσο ύς, beraubt, 8, 6, 2; τὸν ϑώρακα παραλύων, Plut. Anton. 76, der auch das med. braucht, τὴν ῥαφὴν ἐκ τοῦ δεξιοῦ παραλυσάμενος ὤμου, Cleomen. 37; – entfernen, παρέλυσε δ' ἂν Ἑλλάδος ἀλγεινοὺς πόνους, Eur. Andr. 304, vgl. Alc. 931; u. pass., Σμύρνη παρελύϑη σφέων ὑπὸ Ἰώνων, wurde abgelös't, getrennt, Her. 1, 149; – c. gen., Einen wovon losmachen, erlösen, befreien, παραλύει δυςφρόνων, Pind. Ol. 2, 52; Μαρδό νιον παραλύει τῆς στρατηγίης, entbindet ihn von seinen Feldherrnamt, entläßt ihn, Her. 6, 94; τῶν μοι παίδων ἕνα παράλυσον τῆς στρατηΐης, befreie ihn vom Kriegsdienst, 7, 38, vgl. 5, 75; ἐπειρᾶτο τοὺς Ἀϑηναίους τῆς ἐπ' αὐτὸν ὀργῆς παξυνάρχοντα, 8, 54; τρυφῆς ἤδη παραλυτέον, Plat. Legg. IX, 793 e; Folgde; παρέλυσε τοὺς ἐν Μακεδονίᾳ τῶν βασιλικῶν ὀφειλημάτων, Pol. 26, 5, 3; τῆς στρατείας παραλυϑῆναι, 12, 5, 2. – 2) von Schlagflüssen und von der Gicht, die Glieder an der einen Seite des Körpers lähmen, Med. – Pass., Arist. eth. 1, 13; übh. erschlaffen, an Kraft u. Schnelligkeit verlieren, von Kameelen, Her. 3, 105; vgl. σωματικῇ δυνάμει παραλελυμένος, Pol. 11, 24, 5; οἱονεὶ παραλελυ μένοι καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς, 20, 10, 9; ὡς ᾔσϑετο τραυμάτων πλήϑει παραλυόμενον ἑαυτόν, Plut. Pyrrh. 28, öfter, wie a. Sp. – 3) heimlich, Verbotenes aufmachen, erbrechen, σακκία τῶν χρημάτων D. Sic. 13, 106, u. a. Sp.
-
3 πηδάλιον
πηδάλιον, τό (vgl. πηδόν), das Steuerruder, weil sein unterer Theil breit wie ein Fuß ausläuft; αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰϑύνετο, Od. 5, 270, u. öfter; Hes. O. 49; ὃς ἐπὶ κώπᾳ πηδαλίῳ τε ἵζει, Eur. Alc. 442; Her. u. Folgde. Das obere Ende mit dem Handgriff hieß οἴαξ, οἷον πηδαλίων οἴακος ἀφέ-μενος, Plat. Polit. 272 e; das Schiff hatte zwei Steuerruder, an jeder Seite eins, die aber doch von einem Manne vermittelst eines Querholzes, das beide verband, regiert wurden. – Uebertr., ἱππικά, vom Zügel, Aesch. Spt. 188; πηδάλια ζεύγλαισι παρακαϑίετο, Eur. Hel. 1552.
-
4 τριᾱκοντά-πηχυς
τριᾱκοντά-πηχυς, υ, dreißig Ellen lang, πηδάλια τριακονταπήχη Ath. V, 203 f.
-
5 ζεύγλη
ζεύγλη, ἡ, das Joch, bes. der Theil des ζυγόν, der den Nacken des Zugthieres umgiebt, dah. ein ζυγόν zwei ζεῠγλαι hat, Il. 19, 406; Pind. P. 4, 227; κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Aesch. Prom. 461; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Her. 1, 31; Sp. – Bei Eur. Hel. 1552, πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαϑίετο, ist es der Riemen, mit dem das Steuer festgebunden wurde.
-
6 εὖναῖος
εὖναῖος, α, ον, im Bette, im Lager, Strattis bei Ath. XIII, 592 d; λαγώς, Lagerhase, Xen. Cyn. 5, 9, im Ggstz des δρομαῖος; daher = ἐγκεκρυμμένος, Soph. frg. 184. – Das Lager betreffend, zum Lager, bes. Ehebette gehörig, εὐναῖοι γάμοι, die Lagervermählung, Aesch. Suppl. 327, wie Eur. Andr. 1246; Κύπρις 179; γαμέτας Suppl. 1028; εὐναίας καρφηρὰς ϑήσων τέκνοις, wo man εὐναία = εὐνή, das Nest, nimmt, Ion 171 (s. aber καρφηρός). – Auch sp. D., τὰ εὐναῖα, das Lager, Orph. Lith. 221. – Seltener in Prosa, εὐναῖα ἴχνη, Lagerspuren, Xen. Cyn. 5, 7, den δρομαῖα entgegengesetzt; Poll. – Ἡ εὐναία, = εὐνή, der statt des Ankers dienende Stein (s. εὐνή), Ap. Rh. εὐναίης ὀλίγον λίϑον ἐκλύσαντες 1, 955, öfter; bei Ael. H. A. 12, 43 εὐναῖα, aber l. d. So ist auch Eur. εὐναῖα πηδάλια I. T. 432 zu fassen, das das Schiff im Laufe beruhigende Steuerruder, oder das leitende, lenkende.
-
7 νή-οχος
-
8 ἀμφι-έπω
ἀμφι-έπω, Hom. ἀμφέπω in den Formen ἄμφεπεν Iliad. 16, 124, ἄμφεπε 18. 348 Od. 8, 437, ἄμφεπον Iliad. 18, 559. 23, 167. 24, 622; von ἀμφιέπω Hom. nur part. praes. ἀμφιέποντες u. praeterit. indic. ἀμφίεπον, wie ἄμφεπον als impft. u. (Homerisch) als aor. gebraucht; – geschäftig etwas umgeben, Iliad. 16, 124 ἃς τὴν μὲν (ναῦν) πρύμνην πῦρ ἄμφεπεν, Iliad. 18, 348 Od. 8, 437 γάστρην μὲν τρίποδος πῦρ ἄμφεπε, ϑέρμετο δ' ὕδωρ, das Feuer umspielte den Dreifuß; Iliad. 18, 559 βοῠν δ' ἱερεύσαντες μέγαν ἄμφεπον, Od. 8, 61 τοὺς δέρον ἀμφί ϑ' ἕπον, τετύκοντό τε δαῖτ' ἐρατεινήν, Iliad 11, 776 σφῶι μὲν ἀμφὶ βοὸς ἕπετον κρέα, 24, 622 ἕταροι δ' ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον εὖ κατὰ κόσμον; 24, 804 ἃς οἵγ' ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος; 2, 525 οἱ μὲν Φωκήων στίχας ἵστατον ἀμφιέποντες; 19, 392 ἵππους δ' Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ἀμφιέποντες ζεύγνυον, geschäftig; 5, 667 τοῖον γὰρ ἔχον πόνον ἀμφιέποντες; Od. 3, 118 εἰνάετες γάρ σφιν κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες; – Iliad. 11. 473 ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτὸν Τρῶες ἕπονϑ' ὡς εἴ τε δαφοινοὶ ϑῶες ὄρεσφιν ἀμφ' ἔλαφον κεραὸν βεβλημένον, homerisch med. statt des act., vgl. 482 ὥς ῥα τότ' ἀμφ' Ὀδυσῆα δαΐφρονα ποικιλομήτην Τρῶες ἕπον πολλοί τε καὶ ἄλκιμοι. – Pind. ϑεμιστεῖον σκᾶπτον ἀμφέπει, er führt, verwaltet das Scepter des Rechts, Ol. 1, 12; wie μυχὸν μαντήϊον P. 5, 68; Δάματρα, er ehrt die Demeter, Ol. 6, 95; μόχϑον, hält aus die Mühsal, P. 4, 268; ὅμαδον, er geht in das Kriegsgetümmel, I. 7, 25; ϑυμὸν ἀταλόν, er hegt freundliche Gesinnung, N. 7, 91; vgl. σύμπειρον ἀγωνίᾳ ϑυμόν 7, 10; Eur. χϑόνιον μαντεῖον Iph. T 1248; ξένον κῆδος Phoen. 342. So sp. D., πηδἀλια, δαῖτα, Ap. Rh. 1, 562. 2, 761; τιμαῖς ἀμφέπει ἀϑανάτων αὐτόν, erweis't ihm göttliche Ehre, Ep. ad. 497 ( App. 214); – folgen, τινί, Qu. Sm. 1, 47. – Vgl. περιέπω, welches anch in Prosa vorkommt.
-
9 ἄ-ϋπνος
ἄ-ϋπνος, schlaflos, Hom. u. Folgde, sowohl von Personen als auch Sachen, πολλὰς ἀύπνους νύκτας ἴαυον Il. 9, 325; γῆρας Eur. I. A. 4; ὕπνος, ein Schlaf, der so gut wie keiner ist, der nicht erquickt, Soph. Phil. 837; übertr., κρῆναι O. C. 691, nie versiegende Quellen; πηδάλια, nie ruhende, Aesch. Spt. 189. Auch in Prosa, Plat. Tim. 52 b.
-
10 ἐξ-ῑθύνω
ἐξ-ῑθύνω, ganz gerade machen, στάϑμῃ δόρυ νήϊον Il. 15, 410; πηδάλια, lenken, Ap. Rh. 1, 562.
-
11 ἐξῑθύνω
-
12 εὖναῖος
εὖναῖος, α, ον, im Bette, im Lager; λαγώς, Lagerhase. Das Lager betreffend, zum Lager, bes. Ehebette gehörig, εὐναῖοι γάμοι, die Lagervermählung; εὐνή, das Nest; τὰ εὐναῖα, das Lager; εὐναῖα ἴχνη, Lagerspuren. Ἡ εὐναία, = εὐνή, der statt des Ankers dienende Stein; εὐναῖα πηδάλια, das das Schiff im Laufe beruhigende Steuerruder, oder das leitende, lenkende -
13 ζεύγλη
См. также в других словарях:
πηδάλια — πηδάλιον steering paddle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδάλι' — πηδάλια , πηδάλιον steering paddle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… … Dictionary of Greek
Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela … Wikipedia Español
ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… … Dictionary of Greek
ζεύγλη — και ζεύγλα και ζεύλα, η (AM ζεύγλη, Α ποιητ. τ. ζεῡγλα) (για υποζύγια) καμπύλο μέρος τού ζυγού στο οποίο μπαίνει ο τράχηλος τού ζώου («χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ ζυγόν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται… … Dictionary of Greek
НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… … Реальный словарь классических древностей
αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
αεροπλοΐα — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην κατασκευή και τον χειρισμό των αεροπλοίων, κατασκευών που πλέουν στον αέρα εξαιτίας της άνωσης που δέχεται η εγκλεισμένη ποσότητα αερίου (ηλίου, υδρογόνου, κλπ.). Οι πρώτες πτήσεις αεροστάτων έγιναν το … Dictionary of Greek