-
1 πηγή
πηγή ηисточник, родник, ключ;ΦΡ.Ζωοδόχος Πηγή — Живоносный источник, см. ζωοδόχοςЭтим.Происхождение слова не известно, однако если взять во внимание, что в некоторых индоевропейских языках слова со значением «источник» выражают идею холода (слав. студенец), тогда слово πηγή — восходит к глаголу πήγνυμι «замораживать» -
2 πηγη
дор. πᾱγά (γᾱ) ἥ1) струя, поток(πηγαὴ ποταμῶν Hom.; πηγαὴ κλαυμάτων Aesch.; παγαὴ δακρύων Soph.)
πηγαὴ βοτρύων Eur. — потоки вина2) источник, родник(π. καὴ ἀρχέ κινήσεως Plat.; τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς NT.)
πηγαὴ ἡλίου Aesch. = ἕως;π. ἀκούουσα Soph. = ἀκοή -
3 πηγή
η1) источник, родник, ключ; исток (реки);ιαματική πηγή — лечебный источник;
πηγές πετρελαίου — нефтяные залежи;
2) перен. источник;πηγή φωτός — источник света;
πηγή γνώσεων — источник знаний;
οι πρώτες πηγές — первоисточники;
είδηση υπόπτου πηγής — сообщение из ненадёжного источника;
πηγές καλά πληροφορημένες — хорошо информированные источники;
3) перен. источник, начало; причина;πλ. истоки, начала;η οκνηρία είναι πηγή κακών — лень — источник всех зол
-
4 πηγή
ἡ πηγή источник -
5 πηγή
{сущ., 12}источник, родник, колодезь.Синонимы: 5421 ( φρέαρ).Ссылки: Мк. 5:29; Ин. 4:6, 14; Иак. 3:11, 12; 2Пет. 2:17; Откр. 7:17; 8:10; 14:7; 16:4; 21:6.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πηγή
-
6 πηγή
{сущ., 12}источник, родник, колодезь.Синонимы: 5421 ( φρέαρ).Ссылки: Мк. 5:29; Ин. 4:6, 14; Иак. 3:11, 12; 2Пет. 2:17; Откр. 7:17; 8:10; 14:7; 16:4; 21:6.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πηγή
-
7 πηγῇ
источникомπηγὴΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πηγῇ
-
8 πηγὴ
источникисточником πηγῇΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πηγὴ
-
9 πηγή
источник, родник, колодезь; син. φρέαρ.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πηγή
-
10 πηγή
-
11 πηγή
[лиги] ουσ. θ. ключ, источник, родник, (μεταφ.)Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πηγή
-
12 πηγή
[лиги] ουσ θ ключ, источник, родник, (μεταφ). -
13 Ζωοδόχος Πηγή
Ζωοδόχος Πηγή ηЖивоносный Источник (Богоматерь – Живоносный Источник) – наименование чудотворной иконы Богородицы, происходившей из храма, основанного, по преданию, в 450 году византийским императором Львом Мудрым. Храм был основан близ целебного источника, местонахождение которого было чудесным образом указано Богоматерью. Икона «Богородицы Живоносный Источник» представляет Богоматерь с Младенцем по пояс в небольшом бассейне, круглом или овальном, к которому со всех сторон припадают страждущие и жаждущие исцеления. Помимо иллюстрации предания, это изображение имеет и догматический смысл – Богородица, родившая Спасителя, есть источник жизни вечной. Праздник иконы Божьей Матери «Живоносный Источник» Церковь празднует в Пятницу Светлой седмицы и 5 /18 АпреляΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ζωοδόχος Πηγή
-
14 Μην ρίχνεις πέτρες στην πηγή που έσβησε τη δίψα σου
Όποιος σπέρνει τ' αγκάθια, να μην πηγαίνει ξυπόλυτος– Μην ρίχνεις πέτρες στην πηγή που έσβησε τη δίψα σου– Όποιος κατουράει στη θάλασσα, τα βρίσκει στ' αλάτι– Πηγάδι που σε δροσίζει μην το πετροβολάς• Не плюй в колодец – пригодится воды напитьсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μην ρίχνεις πέτρες στην πηγή που έσβησε τη δίψα σου
-
15 Ζωοδόχος
(Πηγή) церк, животворная (о богоматери) -
16 παγα
-
17 αοιδοτοκος
-
18 καλλιροος...
καλλίροος...καλλίρροος, καλλίροος21) красиво текущий(ὕδωρ, ποταμός Hom.; πηγή Aesch.)
2) плавный, текучий, певучий(πνοαί Pind.)
-
19 καλλιρροος
καλλίρροος, καλλίροος21) красиво текущий(ὕδωρ, ποταμός Hom.; πηγή Aesch.)
2) плавный, текучий, певучий(πνοαί Pind.)
-
20 κλοπαιος
3украденный(πυρὸς πηγή Aesch.)
; похищенный(γυνή Eur.)
τὰ κλοπαῖα καὴ τὰ βίαια Plat. — кражи и насилия
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πηγή η — πηγή, η 1. το μέρος απ όπου βγαίνει νερό κτλ.: Ιαματικές πηγές. – Πηγές πετρελαίου. 2. μτφ., αιτία, αρχή πράγματος: Κανένας δεν είναι αστείρευτη πηγή γνώσεων. 3. για ιστορικές επιστήμες, τα πρώτα κείμενα: Πηγές της ιστορίας. – Από ποια πηγή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πηγή — running water fem nom/voc sg (attic epic ionic) πηγός well put together fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
Πηγή — Sp Pigė Ap Πηγή/Pigi L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
πηγῇ — πήσσω Aër. aor subj pass 3rd sg πηγάζω spring fut ind mid 2nd sg (doric) πηγάζω spring fut ind act 3rd sg (doric) πηγή running water fem dat sg (attic epic ionic) πηγός well put together fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζωοδόχος Πηγή — I Περίφημο αγίασμα της Ορθοδοξίας, που βρίσκεται κοντά στην Κωνσταντινούπολη, περίπου 165 μ. από την πύλη της Σηλυβρίας. Οι Βυζαντινοί την ονόμασαν Πύλη της Πηγής. Πάνω από την πηγή αυτή, ο Λέων ο Α’, που σύμφωνα με την παράδοση την ανακάλυψε,… … Dictionary of Greek
ιόντων, πηγή — Συσκευή για την παραγωγή κατευθυνόμενων δεσμών ιόντων που χρησιμοποιούνται κυρίως στους επιταχυντές σωματιδίων, στους φασματογράφους μάζας, στα ιοντικά μικροσκόπια κ.α. Στη συσκευή αυτή μια λεπτή δέσμη αερίου, για παράδειγμα υδρογόνου ή ηλίου,… … Dictionary of Greek
σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
πηγῆι — πηγῇ , πήσσω Aër. aor subj pass 3rd sg πηγῇ , πηγάζω spring fut ind mid 2nd sg (doric) πηγῇ , πηγάζω spring fut ind act 3rd sg (doric) πηγῇ , πηγή running water fem dat sg (attic epic ionic) πηγῇ , πηγός well put together fem dat sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαργαφία — Πηγή του Κιθαιρώνα, που βρισκόταν ΒΑ των Πλαταιών. Εκεί κοντά είχαν στρατοπεδεύσει οι Σπαρτιάτες με τον Παυσανία το 479 π.Χ., αποτελώντας το δεξιό τμήμα της ελληνικής παράταξης πριν από τη μάχη των Πλαταιών. Τη νύχτα όμως το τμήμα αυτό… … Dictionary of Greek
ηχείο — Πηγή ήχων που αποτελείται από μεγάφωνα του ίδιου τύπου, συμφασικά, τα οποία στηρίζονται σε κοινό ειδικό στήριγμα. Τα μεγάφωνα αυτά (ηλεκτροδυναμικά) τοποθετούνται σε κοινό πλαίσιο και συνδέονται με κοινό μετασχηματιστή, κατάλληλο για την… … Dictionary of Greek