-
1 memba
πηγή -
2 fount
πηγή -
3 source
πηγή -
4 kaynak
πηγή, κεφαλάρι, νερομάνα, κρήνη -
5 mahreç
πηγή, προέλευση -
6 источник
-а α.1. πηγή•источник воды πηγή νερού•
нефтяной источник πετρελαιοπηγή•
горячий θερμοπηγή•
серный источник θειοπηγή.
2. αιτία, αρχή ενός πράγματος•источник тепла πηγή θερμότητας•
-и сырьй πηγές πρώτων υλών•
груд источник благосостояния η δουλειά είναι πηγή ευημερίας•
неиссякаемый источник αστείρευτη πηγή.
3. γραπτά μνημεία, έγγραφα (για επιστημ. μελέτες)•обращайтесь к -ам ανατρέχετε στις πηγές•
ссылка на -и παραπομπή στις πηγές.
-
7 источить
источитьсов τροχίζω, ἀκονίζω, источник м1. прям., перен ἡ πηγή:минеральный \источить ἡ μεταλλική πηγή· нефтяной \источить ἡ πετρελαιοπηγή· \источить света πηγή φωτός· \источить заработка οίκονομικός πόρος· из достоверных \источитьов ἀπό ἔγκυρη πηγή·2. (письменный памятник) οἱ πηγές:ссылка на \источитьи παραπομπή ἀναφορά στίς πηγές. -
8 верный
верный 1) (преданный) πιστός, έμπιστος \верныйые друзья οι πιστοί φίλοι 2) (правильный) σωστός, ορθός· ακριβής (точный)' \верныйое решение η ορθή λύση 3) (надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστος· из \верныйых источников από σίγουρη πηγή* * *1) ( преданный) πιστός, έμπιστοςве́рные друзья́ — οι πιστοί φίλοι
2) ( правильный) σωστός, ορθός; ακριβής ( точный)ве́рное реше́ние — η ορθή λύση
3) ( надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστοςиз ве́рных исто́чников — από σίγουρη πηγή
-
9 достоверный
достоверный αξιόπιστος έγκυρος σίγουρος (надёжный)' из \достоверныйых источников από αξιόπιστη πηγή* * *αξιόπιστος; έγκυρος; σίγουρος ( надёжный)из достове́рных исто́чников — από αξιόπιστη πηγή
-
10 источник
источник м η πηγή (тж.перен.) из достоверных \источников από αξιόπιστες πηγές* * *мη πηγή (тж. перен.)из достове́рных исто́чников — από αξιόπιστες πηγές
-
11 ключ
I ключ I м (от замка) το κλειδί II ключ II м (источник) η πηγή* * *I м(от замка́) το κλειδίII м( источник) πηγή -
12 неиссякаемый
неиссякаемый ανεξάντλητος, αστείρευτος· ακένωτος (неисчерпаемый); \неиссякаемый источник η ακένωτη πηγή* * *ανεξάντλητος, αστείρευτος; ακένωτος ( неисчерпаемый)неиссяка́емый исто́чник — η ακένωτη πηγή
-
13 родник
-
14 скважина
скважина ж 1) (замочная) η κλειδαρότρυπα 2): нефтяная \скважина η πηγή πετρελαίου* * *ж1) ( замочная) η κλειδαρότρυπα2)нефтяна́я сква́жина — η πηγή πετρελαίου
-
15 source
[so:s]1) (the place, person, circumstance, thing etc from which anything begins or comes: They have discovered the source of the trouble.) πηγή2) (the spring from which a river flows: the source of the Nile.) πηγή -
16 дойный
επ.γαλακτοφόρος•-ая коза γαλακτοφόρα γίδα.
εκφρ.- ая корова – (απλ.) πηγή πλούτου, πλουτοφόρα πηγή. -
17 исток
-а α.1. εκροή, διέξοδος.2. πηγή•исток реки πηγή ποταμού.
|| (συνήθως πλθ.) μτφ. αρχή, αφετηρία, αιτία. -
18 Fountain
subs.met., origin: P. and V. ἀρχή, ἡ, πηγή, ἡ (Plat.).Of a fountain, adj.. P. and V. πηγαῖος (Plat.), V. κρηναῖος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fountain
-
19 Source
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Source
-
20 Spring
subs.Season of year: P. and V. ἔαρ, τό, ὥρα, ἡ.Spring time, bloom, met.: P. and V. ὥρα, ἡ, ἀκμή, ἡ.Spring ( of water): P. and V. πηγή, ἡ, κρήνη, ἡ, Ar. and V. νᾶμα, τό (also Plat. but rare P.), κρουνός, ὁ, V. νασμός, ὁ, νοτίς, ἡ, κρηναῖον γάνος.Of a spring, adj.: P. and V. πηγαῖος (Plat. but rare P.). V. κρηναῖος.Spring, source, origin, met.: P. V. ἀρχή, ἡ, πηγή, ἡ (Plat.). ῥίζα, ἡ.Spring, leap: V. πήδημα, τό, ἅλμα, τό (also Plat. but rare P.), ἐκπήδημα, τό, σκίρτημα, τό.——————v. intrans.Issue: P. and V. ἐκβαίνειν, συμβαίνειν, γίγνεσθαι.Spring from: P. and V. γίγνεσθαι ἐκ (gen.), φύεσθαι, ἐκ (gen.), V. ἐκφύεσθαι (gen.), ἐκγίγνεσθαι (gen.).Those of the sophists who have lately sprung up: P. οἱ ἄρτι τῶν σοφιστῶν ἀναφυόμενοι (Isoc. 295A).Spring up among: P. ἐγγίγνεσθαι (dat.).Spring, leap: P. and V. πηδᾶν (Plat.), ἅλλεσθαι (Plat.), ἐκπηδᾶν (Plat.), σκιρτᾶν (Plat.), V. θρώσκειν, ἐκθρώσκειν.Spring aside: P. ἀποπηδᾶν (Plat.).Spring down: P. καταπηδᾶν (Xen.).Spring off: Ar. and V. ἀφάλλεσθαι (ἐκ, gen.).Spring on: P. and V. ἐνάλλεσθαι (dat. or εἰς, acc. or absol.), Ar. and P. ἐπιπηδᾶν (dat.), V. ἐνθρώσκειν (dat.), ἐπενθρώσκειν (dat.), ἐπιθρώσκειν (gen.).Spring out: P. and V. ἐκπηδᾶν (Plat.), V ἐκθρώσκειν; see dash out.Spring over: Ar. ὑπερπηδᾶν (acc.), Ar. and P. διαπηδᾶν (acc. or absol.), V. ὑπερθρώσκειν (acc. or gen.).Spring a leak: use V. ἄντλον δέχεσθαι.Many torches sprang into light: V. πολλοὶ ἀνῆλθον... λαμπτῆρες (Æsch., Choe. 536).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Spring
См. также в других словарях:
πηγή η — πηγή, η 1. το μέρος απ όπου βγαίνει νερό κτλ.: Ιαματικές πηγές. – Πηγές πετρελαίου. 2. μτφ., αιτία, αρχή πράγματος: Κανένας δεν είναι αστείρευτη πηγή γνώσεων. 3. για ιστορικές επιστήμες, τα πρώτα κείμενα: Πηγές της ιστορίας. – Από ποια πηγή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πηγή — running water fem nom/voc sg (attic epic ionic) πηγός well put together fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
Πηγή — Sp Pigė Ap Πηγή/Pigi L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
πηγῇ — πήσσω Aër. aor subj pass 3rd sg πηγάζω spring fut ind mid 2nd sg (doric) πηγάζω spring fut ind act 3rd sg (doric) πηγή running water fem dat sg (attic epic ionic) πηγός well put together fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζωοδόχος Πηγή — I Περίφημο αγίασμα της Ορθοδοξίας, που βρίσκεται κοντά στην Κωνσταντινούπολη, περίπου 165 μ. από την πύλη της Σηλυβρίας. Οι Βυζαντινοί την ονόμασαν Πύλη της Πηγής. Πάνω από την πηγή αυτή, ο Λέων ο Α’, που σύμφωνα με την παράδοση την ανακάλυψε,… … Dictionary of Greek
ιόντων, πηγή — Συσκευή για την παραγωγή κατευθυνόμενων δεσμών ιόντων που χρησιμοποιούνται κυρίως στους επιταχυντές σωματιδίων, στους φασματογράφους μάζας, στα ιοντικά μικροσκόπια κ.α. Στη συσκευή αυτή μια λεπτή δέσμη αερίου, για παράδειγμα υδρογόνου ή ηλίου,… … Dictionary of Greek
σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
πηγῆι — πηγῇ , πήσσω Aër. aor subj pass 3rd sg πηγῇ , πηγάζω spring fut ind mid 2nd sg (doric) πηγῇ , πηγάζω spring fut ind act 3rd sg (doric) πηγῇ , πηγή running water fem dat sg (attic epic ionic) πηγῇ , πηγός well put together fem dat sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαργαφία — Πηγή του Κιθαιρώνα, που βρισκόταν ΒΑ των Πλαταιών. Εκεί κοντά είχαν στρατοπεδεύσει οι Σπαρτιάτες με τον Παυσανία το 479 π.Χ., αποτελώντας το δεξιό τμήμα της ελληνικής παράταξης πριν από τη μάχη των Πλαταιών. Τη νύχτα όμως το τμήμα αυτό… … Dictionary of Greek
ηχείο — Πηγή ήχων που αποτελείται από μεγάφωνα του ίδιου τύπου, συμφασικά, τα οποία στηρίζονται σε κοινό ειδικό στήριγμα. Τα μεγάφωνα αυτά (ηλεκτροδυναμικά) τοποθετούνται σε κοινό πλαίσιο και συνδέονται με κοινό μετασχηματιστή, κατάλληλο για την… … Dictionary of Greek