Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πηγάζω

  • 1 πηγάζω

    [пигазо] р. брать начало, происходить. Проистекать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πηγάζω

  • 2 брать

    брать в разн. знач. παίρνω λαβαίνω \брать с собой παίρνω μαζί μου ◇ \брать начало πηγάζω \брать пример παίρνω παράδειγμα
    * * *
    в разн. знач.
    παίρνω; λαβαίνω

    брать с собо́й — παίρνω μαζί μου

    ••

    брать нача́ло — πηγάζω

    брать приме́р — παίρνω παράδειγμα

    Русско-греческий словарь > брать

  • 3 вытекать

    вытекать 1) см. вытечь 2) (о реке) πηγάζω 3) перен. συμ περαίνω
    * * *
    1) см. вытечь
    2) ( о реке) πηγάζω
    3) перен. συμπεραίνω

    Русско-греческий словарь > вытекать

  • 4 начало

    нача́л||о
    с
    1. ἡ ἀρχή, ἡ ἔναρξις, ἡ ἀπαρχή, τό ἀρχίνισμα:
    \начало работы ἡ Εναρξη τής ἐργασίας· с самого \началоа ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· с \началоа до конца ἀπ· ἀρχής μέχρι τέλους· в \началое января στίς ἀρχές τοῦ Γενάρη· в \началое года στήν ἀρχή τοῦ ἔτους· на новых \началоах πάνω σέ νέες βάσεις, ἐπί νέων βάσεων вести \начало πηγάζω, προέρχομαι· брать \начало от... προέρχομαι..., πηγάζω·..· давать \начало чему́-л. κάμνω ἀρχή κάποιου πράγματος, θεμελιώνω κάτι· для \началоа γιά ν' ἀρχίσουμε·
    2. (основа, источник) ἡ ἀρχή:
    организующее \начало ἡ ὁργανωτική δύναμη·
    3. \началоа мн. (основные положения) βάσεις:
    \началоа химии βάσεις τής χημείας·
    4. \началоа мн. (способы, методы) ἡ ἄρχή. ἡ βάσνς:
    на социалистических \началоах σέ σοσιαλιστικές βάσεις· работать на коллективных \началоах ἐργάζομαι κολλεκ-τιβίστικα· ◊ быть под \началоом у кого-л. εὐρίσκομαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· лиха беда \начало погов. ἡ ἀρχή εἶναι δύσκολη.

    Русско-новогреческий словарь > начало

  • 5 вытекать

    вытекать
    несов
    1. ρέω, χύνομαι, διαρρέω·
    2. (о реке и т. п.) ἐκρέω, πηγάζω·
    3. (являться следствием) ἀπορρέω, προκύπτω, βγαίνω, ἔπομαι:
    отсюда вытекает, что... ἀπ' αὐτό βγαίνει πώς..., ἀπ' αὐτό προκύπτει ὀτι...

    Русско-новогреческий словарь > вытекать

  • 6 исходить

    исходить I
    1 сов (обойти много мест) διατρέχω, γυρίζω, περιοδεύω (μέ τά πόδια).
    исходить II
    несов
    1. (происходить, иметь источником) πηγάζω, προέρχομαι, ξεκινάω, βγαίνω·
    2. (основываться на чем-л.) βασίζομαι σέ κάτι, ξεκινώ· 3.:
    \исходить кровью ἐξαντλούμαι ἀπό τήν αἰμορραγία, χάνω πολύ αίμα· \исходить слезами ἀναλύομαι σέ δάκρυα.

    Русско-новогреческий словарь > исходить

  • 7 проистекать

    проистекать
    несов, проистечь сов книжн. προέρχομαι, προκύπτω, πηγάζω:
    из этого проистекает, что.... ἀπ' αὐτό προκύπτει, δτι...

    Русско-новогреческий словарь > проистекать

  • 8 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 9 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 10 выпасть

    -паду, -падешь, παρλθ. χρ. выпал, -ла, -ло, ρ.σ.
    1. πέφτω, πίπτω•

    зубы -ли τα δόντια έπεσαν.

    || βγαίνω•

    я -ал из игры βγήκα από το παιγνίδι.

    || βγαίνω, χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -ло из памяти ξεχάστηκε εντελώς.

    2. πέφτω στη γη•

    -ла рооа έπεσε δροσιά•

    -ал сшг έπεσε χιόνι.

    3. λαχαίνω•

    -ал жребий έπεσε ο κλήρος (λαχνός).

    4. τυχαίνω, λαχαίνω, συμβαίνω•

    -ал трудный день έτυχε δύσκολη μέρα.

    5. (αθλτ.) προβάλλω, προεκβάλλω.
    6. παλ. πηγάζω (για ποτάμια, ρυάκια).
    εκφρ.
    выпасть на долю – πέφτω στο μερίδιο.

    Большой русско-греческий словарь > выпасть

  • 11 вытекать

    -ает, ρ.δ.
    1. βλ. вытечь.
    2. πηγάζω.
    3. μτφ. απορρέω, προκύπτω, βγαίνω•

    от сюда -ает, что... απ’ εδώ προκύπτει ότι...

    Большой русско-греческий словарь > вытекать

  • 12 выходить

    вы/ ходить 1
    -ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выхоженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    περιέρχομαι, περιφέρομαι, γυρίζω, επισκέπτομαι πολλά μέρη.
    вы/ ходить 2
    ρ.σ.μ.
    (γραμμ. στοιχεία βλ. выходить1).
    1. περιποιούμαι ασθενή.
    2. ανατρέφω, μεγαλώνω.
    выходи/ть 3
    -ожу, -одишь, ρ.δ.
    1. βλ. выйти.
    2. βλέπω, κοιτάζω, είμαι εστραμμένος, έχω θέα προς•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς το δεντρόκηπο.

    3. άπρόσ. βγαίνω, συμπεραίνομαι, πηγάζω, απορρέω.
    εκφρ.
    выходить в отставкуπαλ. πηγαίνω σε σύνταξη•
    не -ит из головы ή из ума – δε μου βγαίνει από το κεφάλι, το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνέχεια).

    Большой русско-греческий словарь > выходить

  • 13 исходить

    -ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исхоженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    περιέρχομαι, διατρέχω, γυρίζω (πεζός)•

    исходить всё поле γυρίζω όλο το χωράφι.

    -ожу, -одишь, μτχ. ενστ. исходящий
    ρ.δ.
    1. παλ. βγαίνω, ξεκινώ, έχω ως αρχή, αφετηρία.
    2. πηγάζω, προέρχομαι•

    сведения -ят из верных источников οι πληροφορίες προέρχονται από έγκυρες πηγές•

    исходить из предположения (предпосылки) ξεκινώ από την προύπόθεση.

    3. βλ. изойти 1. || πλησιάζω προς το τέλος, λήγω, διαρρέω, εκπνέω (για χρόνο).

    Большой русско-греческий словарь > исходить

  • 14 плодить

    -пложу, плодишь
    ρ.δ.μ.
    1. γεννώ, τίκτω αναπαράγω.
    2. μτφ. δημιουργώ, παράγω, βγάζω.
    1. γεννώ, τίκτω πολλαπλασιάζομαι.
    2. μτφ. εμφανίζομαι, προ έρχομαι, πηγάζω•
    από την αεργία (τεμπελιά) γεννιώνται κουτσομπολιά και διχόνοιες.

    Большой русско-греческий словарь > плодить

  • 15 проистечь

    ρ.σ.
    1. εκχύνομαι, εκρέω, τρέχω.
    2. μτφ. πηγάζω, βγαίνω, προκύπτω, απορρέω.

    Большой русско-греческий словарь > проистечь

См. также в других словарях:

  • πηγάζω — spring pres subj act 1st sg πηγάζω spring pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγάζω — πηγάζω, πήγασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πηγάζω — ΝΜΑ [πηγή] 1. (για νερό και άλλα ρευστά) αναβρύζω, αναβλύζω, ξεπηδώ 2. μτφ. εκπηγάζω, προέρχομαι, απορρέω (α. «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» β. «διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», Κασσ. γ. «ζωὴ μὲν ἐκ Θεοῡ πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῡ Υἱοῡ… …   Dictionary of Greek

  • πηγάζω — πήγασα 1. βγαίνω, αναβλύζω, έχω την πηγή μου κάπου: Το νερό πηγάζει από το βουνό. 2. μτφ., προέρχομαι, έχω την αρχή μου: Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό (Σύνταγμα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πηγᾶν — πηγάζω spring fut part act masc voc sg (doric aeolic) πηγάζω spring fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πηγάζω spring fut part act masc nom sg (doric aeolic) πηγάζω spring fut inf act πηγή running water fem gen pl (doric aeolic) πηγός …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγάσει — πηγάζω spring aor subj act 3rd sg (epic) πηγάζω spring fut ind mid 2nd sg πηγάζω spring fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγάσῃ — πηγάζω spring aor subj mid 2nd sg πηγάζω spring aor subj act 3rd sg πηγάζω spring fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγῶν — πηγάζω spring fut part act masc voc sg πηγάζω spring fut part act neut nom/voc/acc sg πηγάζω spring fut part act masc nom sg (attic epic ionic) πηγή running water fem gen pl πηγός well put together fem gen pl πηγός well put together masc/neut gen …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαζόμενον — πηγάζω spring pres part mp masc acc sg πηγάζω spring pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαζόντων — πηγάζω spring pres part act masc/neut gen pl πηγάζω spring pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγάζει — πηγάζω spring pres ind mp 2nd sg πηγάζω spring pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»