-
1 πεφύκη
-
2 πεφύκῃ
-
3 πεφύκηι
πεφύ̱κῃ, φύωbring forth: perf subj act 3rd sgπεφύκῃ, φύζωperf subj act 3rd sg -
4 φύω
φύω, ipf. φύεν, fut. φύσει, aor. 1 ἔφῦσε, aor. 2 ἔφῦν, φῦ, part. φύντες, perf. πέφῦκα, 3 pl. - ασι (not - ᾶσι), πεφύᾶσι, subj. πεφύκῃ, part. πεφυῖα, πεφυῶτας, πεφῦκότας, plup. πεφύκει, mid. φύονται, ipf. φύοντο: I. trans., pres. (exc. once), fut., and aor. 1 act., make to grow, produce; φύλλα, τρίχας, Α 23, Od. 10.393. — II. intrans., mid., perf., and aor. 2 act., grow; phrases, ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, ‘biting their lips’; ἐν δ' ἄρα οἱ φῦ χειρί, ‘grasped,’ ‘pressed’ his hand; the pres. act. is once used intransitively, Il. 6.149.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φύω
См. также в других словарях:
πεφύκῃ — πεφύ̱κῃ , φύω bring forth perf subj act 3rd sg φύζω perf subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek
πεφύκηι — πεφύ̱κῃ , φύω bring forth perf subj act 3rd sg πεφύκῃ , φύζω perf subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)