Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πεφύκῃ

См. также в других словарях:

  • πεφύκῃ — πεφύ̱κῃ , φύω bring forth perf subj act 3rd sg φύζω perf subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος …   Dictionary of Greek

  • πεφύκηι — πεφύ̱κῃ , φύω bring forth perf subj act 3rd sg πεφύκῃ , φύζω perf subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»