-
1 πεφρενωμένος
φρενόωmake wise: perf part mp masc nom sg -
2 φρενόω
A make wise, instruct, inform, τινα A.Pr. 337, S. Ant. 754, Tr.52, E. Ion 526 (troch.); φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ αἰνιγμάτων, i.e. will teach plainly, A.Ag. 1183; poet. Verb, used by X.Mem.4.1.5; φ. τινὰ εἴς τι ib.2.6.1:—[voice] Pass., Phld.Lib.p.52 O.;πεφρενωμένος Luc. Lex.19
;φρενωθῆναι οὐδὲ πρὸς αὐτῆς τῆς Ἀθηνᾶς Jul.Or.7.225b
.II [voice] Pass., to be high-minded, elated, LXX 2 Ma.11.4, Babr.101.5.
См. также в других словарях:
πεφρενωμένος — φρενόω make wise perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενώ — όω, Α [φρήν, φρενός] 1. καθιστώ κάποιον σώφρονα, σωφρονίζω («φρενώσω δ οὐκέτ ἐξ αἰνιγμάτων», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «φρενώσας παραλογισάμενος έξαπατήσας» 3. παθ. φρενοῡμαι, όομαι είμαι περήφανος 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεφρενωμένος, η, ον… … Dictionary of Greek