-
1 φαντασιόω
II mostly in [voice] Med., have or form images or presentations, Aristocl. ap. Eus.PE14.21, S.E.M.8.406; subject to hallucinations,Ruf.
Fr.79; ἔμψυχον φαντασιούμενον having the faculty of presentation, opp. ἀφαντασίωτον, Plu.2.960d;τὸ φαντασιούμενον τῆς ψυχῆς Gal.4.445
;φ. ἡ διάνοια διὰ τῶν αἰσθήσεων S.E.P. 2.72
, cf. Stoic.2.22, al.2 c. acc. rei,φαντασιωθείς δαιμόνιόν τι Plu.2.236d
, cf. Ph.1.55, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαντασιόω
См. также в других словарях:
φαντασιώ — όω, Α [φαντασία] 1. εξαπατώ κάποιον με φαντασιώσεις 2. μέσ. φαντασιοῡμαι, όομαι πλάθω με τη φαντασία μου, μεταφέρομαι νοερά σε φανταστικούς κόσμους 3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) πεφαντασιωμένος·αυτός που έχει ψευδαισθήσεις … Dictionary of Greek