-
1 πευθήν
-
2 πευθην
-
3 πευθήν
πευθήνinquirer: masc nom /voc sg -
4 πευθήν
A inquirer, spy, Luc.Phal.1.10, Alex.23,37, Lib.Or. 4.25, al., Them.Or.34p.461Dind.; simply, questioner, ib.21.253c; περίεργοι καὶ π. inquisitive persons, Arr.Epict.2.23.10. -
5 πευθήν
πευθήν, ῆνος, ὁ, Forscher, Horcher, Frager, Späher -
6 πευθήνων
πευθήνinquirer: masc gen pl -
7 πευστής
-
8 πευθήνα
-
9 πευθῆνα
-
10 πευθήνας
-
11 πευθῆνας
-
12 πευθήνες
-
13 πευθῆνες
-
14 πευθήνι
-
15 πευθῆνι
-
16 πευθήνος
-
17 πευθῆνος
-
18 πευθήσι
-
19 πευθῆσι
-
20 πευστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πευστής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πευθήν — inquirer masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευθήν — ῆνος, ὁ, Α 1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος 2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι 3. περίεργος, αδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ τού πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. ἀ πτ ήν: πέτομαι, λειχ ήν: λείχω)] … Dictionary of Greek
πευθῆνα — πευθήν inquirer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευθῆνας — πευθήν inquirer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευθῆνες — πευθήν inquirer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευθῆνι — πευθήν inquirer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευθῆνος — πευθήν inquirer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευθῆσι — πευθήν inquirer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευθήνων — πευθήν inquirer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek