Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πευθήν

См. также в других словарях:

  • πευθήν — inquirer masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθήν — ῆνος, ὁ, Α 1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος 2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι 3. περίεργος, αδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ τού πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. ἀ πτ ήν: πέτομαι, λειχ ήν: λείχω)] …   Dictionary of Greek

  • πευθῆνα — πευθήν inquirer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθῆνας — πευθήν inquirer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθῆνες — πευθήν inquirer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθῆνι — πευθήν inquirer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθῆνος — πευθήν inquirer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθῆσι — πευθήν inquirer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθήνων — πευθήν inquirer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»