-
1 πετώ
πετάννυμιfly: fut ind act 1st sg (attic epic ionic)πετάννυμιfly: pres imperat mp 2nd sgπετάννυμιfly: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)πετάννυμιfly: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)πετάννυμιfly: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)πετάομαιCat.Cod. Astr.pres imperat mp 2nd sgπετάομαιCat.Cod. Astr.imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)πετάωfly: pres imperat mp 2nd sgπετάωfly: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)πετάωfly: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)πετάωfly: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)πετάωfly: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)πετάωfly: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)πετάζωfut ind act 1st sg (attic epic ionic) -
2 πετῶ
πετάννυμιfly: fut ind act 1st sg (attic epic ionic)πετάννυμιfly: pres imperat mp 2nd sgπετάννυμιfly: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)πετάννυμιfly: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)πετάννυμιfly: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)πετάομαιCat.Cod. Astr.pres imperat mp 2nd sgπετάομαιCat.Cod. Astr.imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)πετάωfly: pres imperat mp 2nd sgπετάωfly: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)πετάωfly: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)πετάωfly: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)πετάωfly: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)πετάωfly: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)πετάζωfut ind act 1st sg (attic epic ionic) -
3 πέτω
πέτομαιfly: pres imperat mp 2nd sgπίπτωExc. ex libris Herodiani: aor subj act 1st sg (doric aeolic) -
4 πετώ
1) chuck2) dump3) fling4) fly5) hurl6) jet7) throwΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πετώ
-
5 πετάννυμι
πετάννῡμι and [suff] πετᾰλ-ύω ([etym.] ἀνα-) ; later [full] πετάω ([etym.] ἀνα-) Luc.Cal.21 ; poet. [full] πίτνημι (q.v.): [tense] fut. πετάσω (ἐκ-) E.IT 1135 (lyr.); [dialect] Att. πετῶ ( ἀνα-) Men.26, 458: [tense] aor. ἐπέτᾰσα ([etym.] κατ-) Ar.Pl. 731, etc.; [dialect] Ep. πέτασα, πέτασσα, Hom. (v. infr.): [tense] pf. πεπέτακα ([etym.] δια-) D.S.17.115:—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] aor.Aπετάσαντο Nonn.D.2.704
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπετάσθην, [dialect] Ep. πετ-, Od.21.50, ([etym.] ἐκ-) E.Cyc. 497 (lyr.): [tense] pf.πέπταμαι Hom.
(v. infr.), πεπέτασμαι (ἐκ-) Orac. ap. Hdt.1.62, ( παρα-) Plb.33.5.2, ([etym.] ἀνα-) Pl.Phd. 111c, Luc.Gall. 29 : [tense] plpf. ἐπέπτατο, [dialect] Ep.πέπτ- Il.17.371
: forms prop. belonging to πέτομαι areἀνα-πτάς Zenod.
in Il.1.351 ; ἀνα-πτάμεναι (for - πεπτάμεναι)πύλαι Parm.1.18
; conversely πετασθέντα in signf. fly, Sotion p.186 W.—The simple Verb is rare exc. in [tense] aor. [voice] Act. and [voice] Pass., and [tense] pf. [voice] Pass.; cf. [pref] ἀνα-, δια-, κατα-, περι-πετάννυμι :— spread out,οὔρῳ πέτασ' ἱστία Od.5.269
; [εἵματα] πέτασαν παρὰ θῖνα 6.94
; χεῖρε πετάσσας, of one swimming, 5.374 ;ἄμφω χεῖρε φίλοις ἑτάροισι πετάσσας Il. 4.523
, 13.549 : abs., πετάσας opening his doors, Theoc.16.6: metaph., θυμὸν πετάσαι ' flutter', elate one's heart, Od.18.160 :—[voice] Pass., mostly [tense] pf., to be spread on all sides,ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται Il.5.195
;αἴθρη πέπταται ἀνέφελος Od.6.45
;πέπτατο δ' αὐγὴ Ἡελίου Il.17.371
; part., spread wide, opened wide, of folding doors,πεπταμέναι πύλαι 21.531
; also πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος ib. 538 ;θύρετρα.. πετάσθησαν Od. 21.50
; laterκῶας πεπταμένον A.R.2.405
; πεπτ. πέλαγος the open sea, Arat.288 ; ὄστρεον χείλεσι πεπτ. AP9.86 (Antiphil.);πεπταμέναι περὶ τέκνα μέγα κλαίουσι γυναῖκες Opp.C.3.106
; also ὡς ἄνεμος ἐπετάσθη was scattered abroad, dispersed, of death, Riv.Fil.57.380 ([place name] Crete). (Cf. Lat. pateo, OE. fæpm 'fathom'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πετάννυμι
-
6 ἀναπετάννυμι
ἀναπετάννῡμι or [suff] ἀνα-ύω X.An.7.1.17 (cf. ἀναπίτνημι), poet. [full] ἀμπ-; ἀναπετάω Luc.Cal.21: [tense] fut. -πετάσω, [dialect] Att.A- πετῶ Men.Fr.3
D.:— spread out, unfold,ἀνά θ' ἱστία λευκὰ πέτασσαν Il.1.480
, etc.;ἀ. βόστρυχον E.Hipp. 202
; unfold, display,Sapph.
29; φάος ἀμπετάσας having shed light abroad, E.IA34; ἀναπετάσαι τὰς πύλας throw wide the gates, Hdt.3.146, cf. X.An. l. c.:—[voice] Pass., ἀναπεπταμέναι σανίδες, θύραι, Il.12.122, Pi.N.9.2;βλέφαρα ἀναπετάννυται X.Mem.1.4.6
; ἀλώπηξ ἀναπιτναμένη a fox sprawling on its back to await the eagle's swoop, Pi.I.4(3).47: in [tense] pf. [voice] Pass., to be open, lie open, οἰκία πρὸς μεσημβρίαν -πέπταται lies open to the south, X.Oec.9.4;αὐλὼν ἀναπέπταται πρὸς τὴν θάλατταν Plu. Fab.6
; freq. in [tense] pf. part., open,ἐν πελάγεϊ ἀ. ναυμαχήσεις Hdt.8.60
.ά; ἀ. ὄμματα X.Mem.2.1.22
; ἀ. πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἔχουσα, of the cave, Pl.R. 514a;δίαιτα ἀ.
in the open air,Plu.
Per.34: metaph., ἀ. παρρησία open, barefaced impudence, Pl.Phdr. 240e;ὄμμα ἀ.
impudent, brazen,Zeno Stoic.
1.58;ἀ. τῇ ψυχῇ δέξασθαί τι Luc.Nigr.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπετάννυμι
См. также в других словарях:
πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ … Dictionary of Greek
πετώ — πετάω / πετώ, πέταξα βλ. πίν. 64 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πετώ — πέταξα, πετάχτηκα, πεταγμένος 1. πέτομαι, φτερουγίζω: Πετούν οι γλάροι στο γιαλό, πετούν τα γλαροπούλια. 2. κυματίζω, ανεμίζω στον αέρα: Πετάει η σημαία στην κορφή του καταρτιού. 3. μτφ., φεύγω γρήγορα: Πετάει ο καιρός, φεύγει ο καιρός. 4. μτβ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετῶ — πετάννυμι fly fut ind act 1st sg (attic epic ionic) πετάννυμι fly pres imperat mp 2nd sg πετάννυμι fly pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πετάννυμι fly pres ind act 1st sg (attic epic ionic) πετάννυμι fly imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτω — πέτομαι fly pres imperat mp 2nd sg πίπτω Exc. ex libris Herodiani aor subj act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπέτομαι — ἐπιπέτομαι (AM) (Μ και ἐπιπετάομαι) [πέτομαι] πετώ (α. «ἀετὸς ἐπιπτόμενος αἴσιος», Ξεν. β. «βέλος ἐπιπετασθέν», Ευστ.) αρχ. 1. πετώ από πάνω («ὃς ἄβραχα πεδία καρποφόρα τε γᾱς ἐπιπετόμενος ἰαχεῑ», Ευρ.) 2. πετώ, τρέχω με βιασύνη κάπου («καινὰ καὶ … Dictionary of Greek
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι … Dictionary of Greek
αποπέτομαι — ἀποπέτομαι (Α) 1. πετώ επάνω, πετώ μακριά 2. πετώ κι εξαφανίζομαι … Dictionary of Greek
διαπέτομαι — (Α) [πέτομαι] 1. πετώ ανάμεσα, διατρέχω πετώντας 2. πετώ μακριά, εξαφανίζομαι 3. (για τη φήμη) πετώ προς όλες τις διευθύνσεις, διαδίδομαι παντού … Dictionary of Greek