Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πετώ+έξω

  • 21 удалить

    -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удаленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. απομακρύνω, ξεμακραίνω• αποτραβώ• αποσύρω•

    -мишень на двадцать метров απομακρύνω το στόχο είκοσι μέτρα•

    удалить предмет от глаз απομακρύνω το αντικείμενο από τα μάτια.

    || μτφ. παλ. • απομονώνω•

    его -ли от других τον απομάκρυναν από τους άλλους.

    || μτφ. κρατώ σε απόσταση•

    он -ил от себя свою жену αυτός κράτησε σε απόσταση τη γυναίκα του.

    2. διώχνω, βγάζω έξω, πετώ•

    удалить ненужные вещи из комнаты βγάζω έξω από το δωμάτιο τα άχρηστα πράγματα.

    || εξάγω• απαλείφω•

    удалить зуб βγάζω το δόντι•

    удалить пятно с материи βγάζω το λεκέ από το ύφασμα•

    удалить ржавчину с металла βγάζω τη σκουριά από το μέταλλο.

    || μτφ. διώχνω, αποβάλλω•

    он -ил от себя такие мысли αυτός απέβαλε τέτοιες σκέψεις.

    3. μτφ. διώχνω, στέλλω μακριά. || μτφ. απαλλάσσω•

    его -ли с работы τον απομάκρυναν από τη δουλειά•

    его -ли от занимаемого поста τον απομάκρυναν από πόστο που κατείχε.

    1. απομακρύνομαι, αλαργεύω•

    лодка -лась от берега η βάρκα απομακρύνθηκε από την ακτή.

    || μτφ. ξεφεύγω•

    удалить от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    || μτφ. αποφεύγω, ξεκόβω, αποσπώμαι•

    удалить от друзей ξεκόβω από τους φίλους.

    2. φεύγω•

    в старости отец -лся в свою деревню στα γεράματα ο πατέρας έφυγε μόνιμα για το χωριό του.

    || απολύομαι• αποχωρώ•

    удалить от должности απομακρύνομαι (απαλλάσσομαι) από τα καθήκοντα.

    Большой русско-греческий словарь > удалить

  • 22 выбрасывать

    выбрасывать
    несов
    1. ρίχνω, ρίπτω, πετῶ/ πετάω ἔξω (о волнах, море и т. п.)·
    2. (выпускать, исключать) βγάζω, διαγράφω· 3.:
    \выбрасывать товары на рынок разг ρίχνω τά ἐμπορεύματα στήν ἀγορά· ◊ \выбрасывать лозунг ρίχνω τό σύνθημα· \выбрасывать кого́-либо на у́лицу ρίχνω κάποιον στους πέντε δρόμους· \выбрасывать что́-л. из головы βγάζω ἀπ' τό μυαλό μου (или ἀπ' τό κεφάλι μου).

    Русско-новогреческий словарь > выбрасывать

  • 23 вышвыривать

    вышвыривать
    несов, вышвырнуть сов разг ρίχνω (или πετώ) δξω, βγάζω ἔξω, διώχνω κακήν κακώς.

    Русско-новогреческий словарь > вышвыривать

  • 24 улица

    у́лиц||а
    ж ἡ ὁδός, ὁ δρόμος:
    главная (центральная) \улица ὁ κύριος δρόμος (ή κεντρική ὁδός)· глухая \улица ὁ ἐρημικός δρόμος· броди́ть по \улицае γυρίζω (или περιπλα-νώμαι) στους δρόμους· на \улицае ἔξω (или στό δρόμο)· она живет на \улицае Горького μένει στήν ὀδό Γκόρκν ◊ оказаться (очутиться) на \улицае а) μένω ἄστεγος (без жилья), б) μένω στους πέντε δρόμους (без средств)· выбросить на \улицау πετῶ στό δρόμο· бу́дет и на нашей \улицае праздник θά γίνει καί στή γειτονιά μας πανηγύρι, θά γυρίσει ὁ τροχός.

    Русско-новогреческий словарь > улица

  • 25 шея

    шея
    ж ὁ λαιμός, ὁ τράχηλος/ ὁ αὐχήν, ὁ σβέρκος (сзади)· ◊ бросаться (вешаться) на шею кому́-л. σφιχταγκαλιάζω κάποιον· выгнать (вытолкать) кого́-л. в шею πετώ κάποιον ἔξω· сидеть на шее у кого́-л. κάθομαι στον σβέρκο κάποιου· получить по шее груб. τρώγω ξύλο, τις τρώγω· дать по шее груб. τίς βρέχω κάποιου· сломать себе шею τσακίζομαι, σπάνω τόν σβέρκο μου.

    Русско-новогреческий словарь > шея

  • 26 борт

    -а, προθτ. о борте, на борту, πλθ. борта α.
    1. η πλευρά•

    правый борт корабля η δεξιά πλευρά του πλοίου.

    2. η σπόντα του μπιλλιάρδου•

    бить от двух -5в χτυπώ από δυό σπόντες.

    3. Ή άκρη της μπροστινής του σακακιού, παλτού κ.τ.τ.
    εκφρ.
    борт о борт – πλευρό με πλευρό, πλάι-πλάι (για πλοία)•
    за борт – πέρα α-πο την πλευρά, στο νερό, στη θάλασσα•
    за -ом остаться – μένω έξω, αποκλείομαι, απορρίπτομαι•
    выкинуть ή выбросить за борт – απορρίπτω σαν άχρηστο, πετώ•
    на -у – (ναυτ.) στο πλοίο•
    на -у самолета – στο αεροπλάνο•
    брать ή взять на борт – παίρνω στο πλοίο.

    Большой русско-греческий словарь > борт

  • 27 выкинуть

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. выкидать.
    2. βγάζω, κινώ προς τα μπρος, προβάλλω.
    (ναυτ.) σηκώνω, υψώνω•

    -ли красный флаг о помощи σήκωσαν κόκκινη σημαία για βοήθεια.

    3. αναδίδω, βγάζω, πετώ, ρίχνω (φύτρα, βλαστούς κ.τ.τ.) εκφύω.
    4. (απλ.) αποβάλλω, κάνω αποβολή, το ρίχνω.
    5. βγάζω για πούλημα•

    выкинуть товар на рынок ρίχνω εμπόρευμα στην αγορά.

    6. χαριεντολογώ, καλαμπουρίζω, αστειολογώ.
    εκφρ.
    выкинуть из головы, из сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι., την καρδιά τη μνήμη (ξεχνώ, λησμονώ).
    (απλ.) ρίχνομαι, πετάγομαι, πηδώ έξω•

    сумашедший -лся из окна ο τρελλός ρίχτηκε από το παραθύρι.

    || ξεπετιέμαι•

    -лся столб дыма ξεπετάχτηκε στήλη καπνού.

    || (απρόσ.) λαχαίνω, πέφτει ο κλήρος, ο λαχνός.

    Большой русско-греческий словарь > выкинуть

  • 28 выпорхнуть

    ρ.σ. ξεπετάγομαι., φτερουγίζω, πετώ (για πτηνά, πεταλούδες κλπ.).
    μτφ. εξέρχομαι, βγαίνω γρήγορα, πετάγομαι έξω.

    Большой русско-греческий словарь > выпорхнуть

  • 29 изринуть

    ρ.σ. παλ. διώχνω, εκβάλλω πετώ, βγάζω έξω.

    Большой русско-греческий словарь > изринуть

См. также в других словарях:

  • πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ …   Dictionary of Greek

  • προεκβάλλω — ΝΑ νεοελλ. 1. προεκτείνω, προβάλλω 2. (αμτβ.) προεκτείνομαι, προεξέχω αρχ. 1. εκβάλλω, ρίχνω έξω κάτι προηγουμένως («τὸ καλούμενον πώλιον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῡ πώλου», Αριστοτ.) 2. εξάγω κάτι από κάτι άλλο, αφού τό συνθλίψω… …   Dictionary of Greek

  • εκβάλλω — (AM ἐκβάλλω) 1. ρίχνω, πετώ έξω, βγάζω με τη βία 2. αφήνω κάτι να βγει από μέσα μου, εκστομίζω, λέω 3. (για ποταμούς κ.λπ.) χύνομαι 4. διώχνω μσν. 1. (για ρούχα, οπλισμό κ.λπ.) βγάζω από πάνω μου 2. θανατώνω κάποιον 3. (για σπαθί) τραβώ 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • εξίπταμαι — ἐξίπταμαι (AM) πετώ μακριά ή πετώ προς τα έξω («ἤ ποιεῑ νέων ἐξίπτασθαι καρδίας», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ίπταμαι «πετώ»] …   Dictionary of Greek

  • εκθέω — ἐκθέω (Α) 1. τρέχω έξω 2. κάνω εξόρμηση 3. (για βέλη) πετώ προς τα έξω …   Dictionary of Greek

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • εκρίπτω — ἐκρίπτω (AM) και ἐκριπτῶ ( έω) (Α) μσν. 1. πετώ μπροστά, απλώνω 2. (για ναυαγούς) εκβράζω 3. παθ. εκβράζομαι, φέρομαι από τους ανέμους αρχ. 1. ρίχνω έξω, απορρίπτω 2. (για φορτίο πλοίου) ρίχνω στη θάλασσα, κάνω αβαρία* 3. (για λόγια) εκστομίζω 4 …   Dictionary of Greek

  • προεκρίπτω — Μ ρίχνω προηγουμένως έξω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκρίπτω «πετώ μπροστά»] …   Dictionary of Greek

  • προσεκρίπτω — Μ απορρίπτω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκρίπτω «πετώ μπροστά, ρίχνω έξω, απορρίπτω»] …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — έριξα, ρίχτηκα, ριγμένος 1. κάνω κάτι να πέσει: Έριξε από το δέντρο κάμποσα μήλα. 2. ανατρέπω, γκρεμίζω: Το ριξαν το σπίτι και χτίζουν πολυκατοικία. 3. πετώ, εκσφενδονίζω: Οι διαδηλωτές έριχναν τούβλα στους αστυφύλακες. 4. πυροβολώ: Του ριξε και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»