Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πετώ+έξω

  • 1 πετώ

    πετάω 1. μετ.
    1) прям., перен. бросать, кидать;

    πετ πέτρες — кидать камни;

    μου πέταξε ένα λόγο или μου πέταξε μιά κουβέντα с) он сделал мне намёк; б) он бросил мне в лицо что-то обидное;
    2) прогонять, выгонять, выбрасывать (на улицу), увольнять; τον πέταξε έξω он его выгнал;

    τούς πετάξανε απ' τη θέση — их уволили с работы;

    3) пускать ростки, давать побеги;

    πετάω μπόϊ — расти, вырастать очень быстро (о человеке);

    4) швырять (деньгами); растрачивать, проматывать (состояние, деньги);

    § πετάει η καρδιά του γιά... — у него сильное желание...;

    πέταξε το πουλί случай упущен;
    2. αμετ. 1) лететь; летать; взлетать; вспархивать; улетать; слетать; 2) развеваться (о знамени);

    § πετώ απ' τη χαρά μου — не помнить себя от радости;

    πετιέμαι, πετιοβμαι

    1) — бросаться, кидаться; — устремляться;

    2) вскакивать, вставать; соскакивать, спрыгивать;

    πετάχτηκε απ' τη θέση του — он вскочил со своего места;

    πετιέται στον ύπνο του — он вскакивает во сне;

    3) вылетать, выбегать; стремительно выходить, выезжать;
    πετάχτηκε έξω απ' το δωμάτιο σαν σίφουνας он пулей вылетел из комнаты; 4) слетать, сбегать; πετάξου μιά στιγμή στο μαγαζί сбегай быстро в магазин; 5) вмешиваться некстати в чужой разговор; εσύ να μην πετιέσαι ты слушай да помалкивай; не встревай (прост.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πετώ

См. также в других словарях:

  • πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ …   Dictionary of Greek

  • προεκβάλλω — ΝΑ νεοελλ. 1. προεκτείνω, προβάλλω 2. (αμτβ.) προεκτείνομαι, προεξέχω αρχ. 1. εκβάλλω, ρίχνω έξω κάτι προηγουμένως («τὸ καλούμενον πώλιον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῡ πώλου», Αριστοτ.) 2. εξάγω κάτι από κάτι άλλο, αφού τό συνθλίψω… …   Dictionary of Greek

  • εκβάλλω — (AM ἐκβάλλω) 1. ρίχνω, πετώ έξω, βγάζω με τη βία 2. αφήνω κάτι να βγει από μέσα μου, εκστομίζω, λέω 3. (για ποταμούς κ.λπ.) χύνομαι 4. διώχνω μσν. 1. (για ρούχα, οπλισμό κ.λπ.) βγάζω από πάνω μου 2. θανατώνω κάποιον 3. (για σπαθί) τραβώ 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • εξίπταμαι — ἐξίπταμαι (AM) πετώ μακριά ή πετώ προς τα έξω («ἤ ποιεῑ νέων ἐξίπτασθαι καρδίας», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ίπταμαι «πετώ»] …   Dictionary of Greek

  • εκθέω — ἐκθέω (Α) 1. τρέχω έξω 2. κάνω εξόρμηση 3. (για βέλη) πετώ προς τα έξω …   Dictionary of Greek

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • εκρίπτω — ἐκρίπτω (AM) και ἐκριπτῶ ( έω) (Α) μσν. 1. πετώ μπροστά, απλώνω 2. (για ναυαγούς) εκβράζω 3. παθ. εκβράζομαι, φέρομαι από τους ανέμους αρχ. 1. ρίχνω έξω, απορρίπτω 2. (για φορτίο πλοίου) ρίχνω στη θάλασσα, κάνω αβαρία* 3. (για λόγια) εκστομίζω 4 …   Dictionary of Greek

  • προεκρίπτω — Μ ρίχνω προηγουμένως έξω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκρίπτω «πετώ μπροστά»] …   Dictionary of Greek

  • προσεκρίπτω — Μ απορρίπτω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκρίπτω «πετώ μπροστά, ρίχνω έξω, απορρίπτω»] …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — έριξα, ρίχτηκα, ριγμένος 1. κάνω κάτι να πέσει: Έριξε από το δέντρο κάμποσα μήλα. 2. ανατρέπω, γκρεμίζω: Το ριξαν το σπίτι και χτίζουν πολυκατοικία. 3. πετώ, εκσφενδονίζω: Οι διαδηλωτές έριχναν τούβλα στους αστυφύλακες. 4. πυροβολώ: Του ριξε και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»