-
1 πετροφυής
πετρο-φῠής, ές,II Subst. πετροφυές, τό, = ἀείζων τὸ λεπτόφυλλον, Ps.-Dsc.4.90, cf. 89.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πετροφυής
См. также в других словарях:
πλευροφυής — ές, Μ (για την Εύα) αυτή που γεννήθηκε από την πλευρά τού Αδάμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. γυναικο φυής, πετρο φυής] … Dictionary of Greek
στεφανοφυής — ές, Ν βοτ. (για στήμονα) αυτός που φύεται από τη στεφάνη τού άνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεφάνη + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. πετρο φυής] … Dictionary of Greek