-
1 πετρελαιοφόρος
ος, ο[ν] 1. нефтеносный, содержащий нефть;πετρελαιοφόρο στρώμα — нефтяной пласт;
2. (τό):πετρελαιοφόρο (πλοίο) — нефтеналивное судно, танкер
-
2 πλοίο(ν)
το судно, корабль;αλιευτικό πλοίο(ν) — траулер, тральщик;
φορτηγό πλοίο(ν) — грузовое судно;
πετρελαιοφόρο πλοίο(ν) — танкер;
-
3 πλοίο(ν)
το судно, корабль;αλιευτικό πλοίο(ν) — траулер, тральщик;
φορτηγό πλοίο(ν) — грузовое судно;
πετρελαιοφόρο πλοίο(ν) — танкер;
См. также в других словарях:
πετρελαιοφόρο — (και συνηθέστερατάνκερ). Πλοίο προορισμένο να μεταφέρει αργό π. και τα παράγωγά του. Τα μεγάλα πετρελαιοφόρα εκτελούν μεταφορές από λιμάνια κοντά στους τόπους εξόρυξης του π. σ’ εκείνα που βρίσκονται κοντά στα διυλιστήρια π. ή μεταφορά στον τόπο… … Dictionary of Greek
πετρελαιοφόρος — ο, θηλ. και α, Ν 1. αυτός που φέρει, που περιέχει πετρέλαιο (α. «πετρελαιοφόρος περιοχή» β. «πετρελαιοφόρα στρώματα») 2. αυτός που μεταφέρει πετρέλαιο (α. «πετρελαιοφόρος αγωγός» β. «πετρελαιοφόρο πλοίο») 3. το ουδ. ως ουσ. το πετρελαιοφόρο πλοίο … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek
Ντακότα, Βόρεια — (North Dakota). Πολιτεία (178.695 τ. χλμ., 620.700 κάτ. το 2003) των βορειοκεντρικών ΗΠΑ, που συνορεύει στα Β με τον Καναδά, στα Δ με τη Μοντάνα, στα Ν με τη Νότια Ντακότα και στα Α με τη Μινεσότα· τα σύνορα είναι όλα συμβατικά, εκτός από το… … Dictionary of Greek
παγοθραυστικό — Πλοίο ειδικά κατασκευασμένο να πλέει σε παγωμένη θάλασσα για να διατηρεί τους δρόμους ναυσιπλοΐας, που συνήθως παγώνουν, ανοιχτούς. Το πλοίο αυτό προορίζεται να σπάει τον επιφανειακό πάγο, ώστε να ανοίγει τον δρόμο στα κοινά πλοία. Πολλές φορές… … Dictionary of Greek