-
1 αγκαλη
(κᾰ) ἥ преимущ. pl.1) согнутая рука, локоть ( часть руки от локтевого сустава до кисти)ἐν τῇ ἀγκάλῃ φέρειν Her. и (ἐν ταῖς) ἀγκάλαις περιφέρειν Xen., Eur. (тж. перен.) — носить на руках;
ὑπ΄ ἀγκάλαις (τινὸς) σταθείς Eur. — находясь под чьей-л. защитой2) объятия; недра, лоноπόντιαι ἀγκάλαι Aesch. — морская пучина;
πετραία ἀ. Aesch. — каменное лоно, т.е. могильный холм из обломков скал;κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Arph. — в объятиях волн -
2 χιονοκτυπος
См. также в других словарях:
πετραία — πετραίᾱ , πετραία fem nom/voc/acc dual πετραίᾱ , πετραία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πετραί̱ᾱ , πετραῖος of a rock fem nom/voc/acc dual πετραί̱ᾱ , πετραῖος of a rock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πετραία — Πετραίᾱ , Πετραία fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πετραίᾳ — Πετραίᾱͅ , Πετραία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετραίᾳ — πετραίᾱͅ , πετραία fem dat sg (attic doric aeolic) πετραί̱ᾱͅ , πετραῖος of a rock fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετραία — ἡ, Α βλ. πετραῑος … Dictionary of Greek
πετραῖα — πετραῖος of a rock neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πετραία Αραβία — Παλαιότερη ονομασία της βορειοδυτικής Αραβίας. Πήρε το όνομά της από την πρωτεύουσα του βασιλείου των Ναβαταίων Πέτρα ή Πέτραι. Αρχικά ήταν αποικία των Μιδιανιτών αλλά έφτασε σε μεγάλη ακμή με τους Ναβαταίους. Στη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων … Dictionary of Greek
Πετραίας — Πετραίᾱς , Πετραία fem acc pl Πετραίᾱς , Πετραία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετραίας — πετραίᾱς , πετραία fem acc pl πετραίᾱς , πετραία fem gen sg (attic doric aeolic) πετραί̱ᾱς , πετραῖος of a rock fem acc pl πετραί̱ᾱς , πετραῖος of a rock fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετραίαν — πετραίᾱν , πετραία fem acc sg (attic doric aeolic) πετραί̱ᾱν , πετραῖος of a rock fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πετραίαις — Πετραία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)