-
1 πετεηνός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πετεηνός
-
2 πετεηνός
πετεινόςable to fly: masc nom sg (epic) -
3 πετάω
-
4 πετεινός
πετεινός, ή, όν, also [full] πετηνός (v. fin.), and [full] πτηνός (v. sub voc.), [dialect] Ep. and poet. [full] πετεηνός (also [full] πετεεινός AP9.337 (Leon.), 363.22 (Mel.)):—A able to fly, full-fledged, of young birds,πάρος πετεηνὰ γενέσθαι Od.16.218
; of birds generally, able to fly, winged,πετηνῶν.. ὑπ' οἰωνῶν A.Th. 1025
;πετηνοῖς γυψί E.Rh. 515
; alsoπ. ἵππος Men.Pk. 342
: abs., πετεηνά winged fowl,αἰετὸς.. τελειότατος πετεηνῶν Il.8.247
, al. ; πετεινόν a bird, Thgn.1097 ; τὰ πετεινά (with v.l. πετηνά) Hdt.1.140, 2.123, 3.106, Lycurg.132.—Thom.Mag.p.272 R. rejects the form πετεινός : Πετηνή is the name of an [dialect] Att. ship in IG22.1611.138.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πετεινός
См. также в других словарях:
πετεηνός — ή, όν, Α βλ. πετεινός … Dictionary of Greek
πετεηνός — πετεινός able to fly masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… … Dictionary of Greek
pet-2, petǝ- : ptē-, ptō- (Gk. ptā-) — pet 2, petǝ : ptē , ptō (Gk. ptā ) English meaning: to fall; to fly Deutsche Übersetzung: “auf etwas los or niederstũrzen, fliegen, fallen” Material: O.Ind. pátati “flies, wirft sich, fällt” (= πέτομαι, Lat. petō, O.Welsh… … Proto-Indo-European etymological dictionary