-
1 πετασίτης
πετασίτης, ὁ, hutförmig, bes. eine Pflanze mit breitem, hutförmigem Blatte, tussilago petasites, Linn., Diosc.
-
2 πετασίτης
πετασίτης, ὁ, hutförmig, bes. eine Pflanze mit breitem, hutförmigem Blatte, tussilago petasites -
3 πετασ-ώδης
πετασ-ώδης, ες, wie πετασίτης, hutförmig, schirmförmig, doldenförmig, bes. mit schirmförmigen Blätteen od. Doldenblüthen, Theophr., Diosc.
-
4 πετασώδης
πετασ-ώδης, ες, wie πετασίτης, hutförmig, schirmförmig, doldenförmig, bes. mit schirmförmigen Blättern od. Doldenblüten
См. также в других словарях:
πετασίτης — (petasites). Φυτό ποώδες, της οικογένειας των Συνθέτων. Αριθμεί περίπου 20 είδη, τα οποία ευδοκιμούν στις εύκρατες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Οι π. έχουν μεγάλα, πλατιά φύλλα και άνθη σε τσαμπιά. Στην Ελλάδα ευδοκιμεί ο π. το υβρίδιο,… … Dictionary of Greek
πετασίτις — ίτιδος, ἡ, Α ο πετασίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτασος «πλατύ καπέλο» + επίθημα ῖτις (πρβλ. μολοχ ίτις)] … Dictionary of Greek
σινεράρια — Κοινή ονομασία που δίδεται σε πολυάριθμες καλλιεργούμενες ανθοκομικές ποικιλίες του φυτού κινεραρία (ή σεκένιο) η αιματώδης, της οικογένειας των Σύνθετων (δικοτυλήδονα). Είναι φυτά ποώδη, πολυετή ή διετή, ύψους 25 50 εκατ. με μεγάλα καρδιόσχημα… … Dictionary of Greek