-
1 πεταμνυφάντειρα
πεταμνῠφάντειρα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεταμνυφάντειρα
См. также в других словарях:
πεταμνυφάντειρα — ἡ, Α υφάντρια παραπετασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πέταμνον (πρβλ. τέραμνον «θάλαμος, οικία») + ὑφάντης + επίθημα τειρα] … Dictionary of Greek