Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πεταλίζω

См. также в других словарях:

  • πεταλίζω — Α [πέταλον] 1. εξορίζω κάποιον με τη διαδικασία τού πεταλισμού 2. (κατά τον Ησύχ.) «πεταλίζειν βλαστεῑν, φυλλολογεῑν» …   Dictionary of Greek

  • πεταλίζειν — πεταλίζω put forth leaves pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεταλισμός — ὁ, Α [πεταλίζω] η καταδίκη σε εξορία ενός πολίτη στις Συρακούσες που αποφασιζόταν με ψηφοφορία, με την αναγραφή τού ονόματός του σε φύλλο ελιάς, αλλ. εκφυλλοφορία ή εκφυλλοφόρησις (α. «οἱ μὲν Ἀθηναῑοι... ὠνόμασαν ἀπὸ τοῡ συμβεβηκότος ὀστρακισμόν …   Dictionary of Greek

  • πεταλίσας — πεταλίσᾱς , πεταλίζω put forth leaves aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»