-
1 πεταλίζω
πεταλίζω, durch den πεταλισμός verbannen, des Landes verweisen, den πεταλισμός üben, Sp.; nach Hesych. auch βλαστεῖν, φυλλολογεῖν.
-
2 πεταλίζω
πεταλίζω, durch den πεταλισμός verbannen, des Landes verweisen, den πεταλισμός üben -
3 πεταλίζω
A put forth leaves or strip off leaves, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεταλίζω
-
4 πεταλίζειν
πεταλίζωput forth leaves: pres inf act (attic epic) -
5 πεταλίσας
πεταλίσᾱς, πεταλίζωput forth leaves: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
πεταλίζω — Α [πέταλον] 1. εξορίζω κάποιον με τη διαδικασία τού πεταλισμού 2. (κατά τον Ησύχ.) «πεταλίζειν βλαστεῑν, φυλλολογεῑν» … Dictionary of Greek
πεταλίζειν — πεταλίζω put forth leaves pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεταλισμός — ὁ, Α [πεταλίζω] η καταδίκη σε εξορία ενός πολίτη στις Συρακούσες που αποφασιζόταν με ψηφοφορία, με την αναγραφή τού ονόματός του σε φύλλο ελιάς, αλλ. εκφυλλοφορία ή εκφυλλοφόρησις (α. «οἱ μὲν Ἀθηναῑοι... ὠνόμασαν ἀπὸ τοῡ συμβεβηκότος ὀστρακισμόν … Dictionary of Greek
πεταλίσας — πεταλίσᾱς , πεταλίζω put forth leaves aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)