Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

περῶ

См. также в других словарях:

  • περώ — άω, ΜΑ [πέρα] 1. διέρχομαι, διασχίζω (α. «πολιὴν περόωσι θάλασσαν», Ομ. Οδ. β. «οἱ περάσαντες ἀπὸ τῆς γῆς», Δίδυμ.) 2. περνώ, μεταφέρω κάποιον σε άλλο τόπο (α. «εἴ σε περήσω», Αγαθ. β. «περάσας τὰ καβαλλαρικὰ θέματα εἰς τὴν Θράκην», Θεοφάν.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • περῶ — περάω 1 drive right through pres imperat mp 2nd sg περάω 1 drive right through pres subj act 1st sg (attic epic ionic) περάω 1 drive right through pres ind act 1st sg (attic epic ionic) περάω 1 drive right through pres subj act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Pero — PERO, us, od. ónis, Gr. Περὼ, οῦς, (⇒ Tab. XXV.) des Neleus und der Chloris Tochter. Apollod. l. I. c. 9. §. 9. Sie war ihrer Schönheit wegen ein Wunder ihrer Zeit, daher sie auch ihr Vater keinem geben wollte, der ihm nicht des Iphiklus Rinder… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • απέραστος — η, ο (AM ἀπέραστος, ον) [περώ] αξεπέραστος, ανυπέρβλητος μσν. νεοελλ. εκείνος τον οποίο δεν έχει περάσει ή δεν μπορεί να περάσει κανείς, αδιάβατος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει περάσει μέσα από κάτι («απέραστη κλωστή») 2. (για υφάσματα) εκείνος… …   Dictionary of Greek

  • απέρατος — (I) ἀπέρατος, ον [περώ] αυτός που δεν μπορεί να τον περάσει κανείς, αδιάβατος. (II) ἀπέρατος, ον (Α) [περατώ] ατελείωτος, απέραντος …   Dictionary of Greek

  • ευπέρατος — η, ο (ΑΜ εὐπέρατος, ον) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαπεράσει εύκολα, ο ευκολοπέραστος («εὐπέρατος ποταμός», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέρατος (< περώ «διασχίζω ποταμό»)] …   Dictionary of Greek

  • ημιπερατός — ή, ό φυσ. χαρακτηρισμός που αποδίδεται στα διαφράγματα ή στις μεβράνες που διαχωρίζουν δύο διαλύματα πραγματοποιούμενα μέσα στον ίδιο διαλύτη εφόσον τα διαφράγματα ή οι μεμβράνες αυτές επιτρέπουν τη διέλευση του διαλύτη όχι όμως και τών… …   Dictionary of Greek

  • θεοπέρατος — θεοπέρατος, ον (Α) ο σταλμένος από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πέρατος (< περώ), πρβλ. ισο πέρατος, ναυσι πέρατος] …   Dictionary of Greek

  • θερμοπερατός — ή, ό αυτός διά μέσου τού οποίου περνά η θερμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + περατος < περατός (< περώ «διαπερνώ»), πρβλ. α πέρατος, δυσ πέρατος] …   Dictionary of Greek

  • μπεράτης — και περάτης, ο ξύλινος σύρτης πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. περάτης < περατής < περῶ] …   Dictionary of Greek

  • ξεπερνώ — άω 1. βγαίνω έξω από μια ορισμένη κατάσταση, υπερβαίνω (α. «ξεπέρασε τα όρια» β. «ξεπέρασα τον εαυτό μου») 2. βγάζω κάτι από την οπή στην οποία ήταν περασμένο («ξεπερνώ την κλωστή από τη βελόνα») 3. υπερτερώ, είμαι καλύτερος, προηγούμαι («τόν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»