-
1 περιοχος
-
2 ενοχος
21) подверженный, подлежащий(ζημίαις πάσαις Lys.; ταῖς μεγίσταις τιμωρίαις Dem.)
ἔ. θανάτου Diod. — подлежащий смертной казни;ἔ. τῇ παροιμίᾳ, ἐν ἦ φαμέν … Arst. — к нему можно применить пословицу, в которой говорится …;τοιαύταις δόξαις γεγένηνται ἐνοχοι Arst. — они прониклись такого же рода мнениями;πᾶσι τούτοις ἔνοχοι τυγχάνουσιν Isocr. — они оказываются в этом именно положении;ἔ. νόμῳ Plat., Arst., Dem.; — подвластный закону2) (тж. ἔ. τῇ αἰτίᾳ Arst.) (за что-л.) ответственный, повинный, виновныйκατὰ πάντ΄ ἔ. ὢν τῇ γραφῇ Aeschin. — признанный виновным по всем пунктам обвинения
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek