-
1 περιγλωσσος
См. также в других словарях:
περίγλωσσος — ον, Α 1. ετοιμόλογος 2. εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλωσσος (< γλῶσσα)] … Dictionary of Greek
1 περιγλωσσος
περίγλωσσος — ον, Α 1. ετοιμόλογος 2. εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλωσσος (< γλῶσσα)] … Dictionary of Greek