-
1 περικαυσις
-
2 περίκαυσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίκαυσις
-
3 περίκαυσις
περί-καυσις, ἡ, das Umbrennen -
4 περίκαυσιν
περίκαυσιςburning all round: fem acc sg
См. также в других словарях:
περίκαυσις — αύσεως, ἡ, Α [περικαίω] 1. το να καίεται κάτι γύρω γύρω, από όλες τις πλευρές («τὸ ἀπὸ γῆς κατά περίκαυσιν καὶ ἐκπύρωσιν ἀναθυμιώμενον», Πλούτ.) 2. πιθ. ράντισμα, ψέκασμα … Dictionary of Greek
περίκαυσιν — περίκαυσις burning all round fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)